Φαίνεται ότι η εποχή της χωρίς λίπος διατροφής και υπέρ των υδατανθράκων1, όπως υποστηριζόταν εδώ και 35 χρόνια περίπου στις επίσημες οδηγίες για μια πιο υγιεινή συμπεριφορά, αμφισβητείται.
Αν και υπήρχαν πάντα ενστάσεις κατά αυτών των οδηγιών που στηρίζονταν στην άποψη ότι όποιος έτρωγε τροφές πλούσιες σε λίπος ανέβαζε την LDL (κακή) όπως και την ολική χοληστερόλη, πολλοί από τους ασθενείς μας συνεχίζουν να μην καταναλώνουν αυγά (κρόκο ειδικά) ή τυριά ακόμα και σήμερα. Και ενώ όμως το μεταβολικό σύνδρομο, η παχυσαρκία και οι καρδιοπάθειες θα έπρεπε να μειώνονται με τη συμμόρφωση στις σχετικές οδηγίες, έχουν αντίθετα απογειωθεί.
Ερευνητές στο Harvard που ανέλυσαν τα δεδομένα για την κατανάλωση ισόποσης με ένα αυγό χοληστερόλης σε 120.000 άνδρες και γυναίκες δεν βρήκαν αύξηση των εγκεφαλικών η καρδιοπαθειών, ενώ σε μια πιο πρόσφατη μελέτη του ιδίου πανεπιστημίου διεπίστωσαν ότι ακόμα και σε άνδρες που κατανάλωναν μέχρι 7 αυγά την ημέρα (ένα αυγό= 200mg χοληστερόλης αλλά μόνο 1.5 mg κεκορεσμενου λίπους) ο κίνδυνος ήταν μικρός. Υπάρχει σε ένα ποσοστό ατόμων 25% μια ιδιαίτερη ευαισθησία στη χοληστερόλη της τροφής (hyper-responders). Ακόμα όμως και σε αυτή την ομάδα υποστηρίζεται ότι η χοληστερόλη της τροφής αυξάνει τόσο την LDL («κακή») όσο και την καλή (HDL). Η επίδραση της χοληστερόλης της τροφής πάντως είναι σχετικά μικρή σε σχέση με τα trans & κορεσμένα λίπη.
Ένας μεγάλος αριθμός αξιόπιστων μελετών (RCTs, τυχαιοποιημένες και ελεγχόμενες) μας λέει ότι:
οι δίαιτες που περιέχουν περισσότερη πρωτεΐνη και λιγότερους υδατάνθρακες1 σε σύγκριση με αυτές με λιγότερο λίπος, έχουν πιο ευνοϊκό αποτέλεσμα στη μείωση του βάρους, στη σύνθεση του σώματος, στον βασικό μεταβολισμό και τον καρδιαγγειακό κίνδυνο.
Οι δίαιτες με λιγότερους υδατάνθρακες οδηγούν σε σημαντική μείωση εκτός από το βάρος και στα τριγλυκερίδια, ενώ βελτιώνουν και τους άλλους δείκτες του λιπιδαιμικού profile.
Το ανατρεπτικό εδώ είναι ότι, αντίθετα με όσα συνήθως ελέγοντο, πρόσφατες μετα-αναλύσεις (15) που εξέταζαν την πιθανή αιτιολογική σχέση της κατανάλωσης λίπους και του καρδιακού κινδύνου δεν επιβεβαίωναν κάτι τέτοιο. Σε καμμιά από τις μελέτες δεν φάνηκε να έχει σημασία η αντικατάσταση των κεκορεσμένων λιπαρών οξέων με υδατάνθρακες όσον αφορά τον αριθμό των θανάτων από καρδιακά αίτια. Αυτό που προκύπτει λοιπόν σαν συμπέρασμα από αυτή την αντικατάσταση είναι ότι ίσως μια μακροπρόθεσμη επιβάρυνση δεν αναιρεί τα άμεσα πιθανά οφέλη στους δείκτες που αναφέραμε, δηλαδή τη μείωση του βάρους και τη βελτίωση των μεταβολικών δεικτών.
Μέσα στους τελευταίους περιλαμβάνεται και η βελτίωση των LDL-P. Πρόκειται για τον αριθμό των σωματιδίων της κακής χοληστερόλης που μετρώνται με μαγνητικό συντονισμό και έχουν σε μεγάλο βαθμό δώσει απάντηση στο γιατί σχεδόν το 50% των θανάτων απο καρδιαγγειακά αίτια στις ΗΠΑ αφορούν άτομα που έχουν εντός των στόχων επίπεδα ολικής χοληστερίνης.
Σε δικές μας παρατηρήσεις, η μείωση των επιπέδων τους μέσω συνδυαστικής θεραπείας με ezetimibe & στατίνη οδηγεί σε θωράκιση των ασθενών, κάτι που ενισχύει την άποψη για τα οφέλη από τη χρήση πιο αποτελεσματικής θεραπείας, όπως έδειξε και η μελέτη IMPROVE-IT.
Να σημειώσουμε ακόμα ότι η μείωση του βάρους βοηθά στη ρύθμιση των διαβητικών ασθενών .
Η μείωση των υδατανθράκων στη δίαιτα λοιπόν :
Έχει την ισχυρότερη επίδραση στη μείωση του σακχάρου και της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης, που είναι ο καλύτερος δείκτης για να προλάβει κανείς τις μικρο και μακρο αγγειακές επιπλοκές.
Η επιδημία της παχυσαρκίας του μεταβολικού συνδρόμου και του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 έχουν άμεση σχέση με την αυξημένη κατανάλωση θερμίδων σχεδόν αποκλειστικά από υδατάνθρακες.
Τα οφέλη από τη μείωση των υδατανθράκων της τροφής είναι ανεξάρτητα από την όποια μείωση του βάρους, ενώ ο περιορισμός τους είναι η καλύτερη παρέμβαση για να χάσει κανείς βάρος, όπως δείχνουν οι παρατηρήσεις μας αλλά και πολλές μελέτες.
Μπορεί να μειώσει την ανάγκη για μεγαλύτερες δόσεις αντιδιαβητικών φαρμάκων σε τύπου 2 διαβήτη ή και της ινσουλίνης σε τύπου 1, κάτι που μόνο τα τελευταία 5 χρόνια άρχισε μάλλον απρόθυμα να αποδέχεται το ADA (αμερικανική διαβητολογική εταιρεία) συστήνοντας το «lower carb approach».
Είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για μείωση των τριγλυκεριδίων και αύξηση της HDL (καλής) χοληστερόλης, ενώ προτείνεται από τον RD Feinman ως πρώτη επιλογή για τη ρύθμιση του σακχαρώδη διαβήτη (Nutrition 2015 ).
Κάτι τέλος ακόμα πιο ανατρεπτικό μας έρχεται από τη μελέτη του James DiNikolantanio στο Open Heart που υποστηρίζει ότι εκείνο που τελικά μειώνει την αρτηριακή πίεση δεν είναι τόσο η μείωση του αλατιού, όσο πιθανόν η μείωση της ζάχαρης και γενικά των υδατανθράκων στη δίαιτα.
Στην Αμερική όπου το αλάτι περιορίστηκε στα 3,5 έως 4 γραμμάρια την ημέρα η μέση μείωση της συστολικής πίεσης («μεγάλη») ήταν μόνο 2,5 mm. Και παρά τα όσα χρησιμοποιήθηκαν ως μέσα περιορισμού της υπέρτασης (τροφές χαμηλής περιεκτικότητας σε αλάτι, υποκατάστατα αλατιού κ.λπ.) η υπέρταση αυξήθηκε δραματικά τα τελευταία είκοσι χρόνια .
Τα νέα φάρμακα για το διαβήτη (SGLT-2 inhibitors) ελέγχουν το ζάχαρο μέσω αποβολής του από τους νεφρούς και παρά το ότι δεν μειώνουν σημαντικά το αλάτι, μειώνουν την αρτηριακή πίεση. Αυτό μπορεί να σημαίνει πολλά και κυρίως να στηρίζει τις ανατρεπτικές απόψεις που παρουσιάσαμε σε αυτό το άρθρο, και τις οποίες έχει ενδιαφέρον να συζητήσετε με τον θεράποντα ιατρό σας πριν τις αποδεχθείτε.
Π.χ. σιτηρά, δημητριακά και ό,τι παράγεται από αυτά, όπως ψωμί, ζυμαρικά, αλεύρι, αμυλούχα λαχανικά -πατάτες καλαμπόκι- όσπρια, γαλακτοκομικά προϊόντα, φρούτα.
Αδαμίδης Σωτήρης
Παθολόγος, Διευθυντής Α’ Παθολογικής Κλινικής Ιατρικού Κέντρου Αθηνών, Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, Πρόεδρος ESODiMESO
adamidis@yahoo.com