Η θνητότητα από τον καρκίνο του προστάτη έχει μειωθεί παγκόσμια από το 3% στο 2.4% σαν αποτέλεσμα της κλινικής εφαρμογής του PSA
Ο προσυμπτωματικός έλεγχος γίνεται σε υγιή άτομα, χωρίς συμπτώματα, με σκοπό να αναγνωριστεί η νόσος σε πρώιμο στάδιο, ώστε να είναι αποτελεσματική η θεραπεία. Ο στόχος του προσυμπτωματικού ελέγχου είναι να μειωθεί η θνητότητα από τη νόσο με όσο το δυνατόν μικρότερο οικονομικό κόστος και με όσο το δυνατόν μικρότερη επεμβατικότητα, ώστε να μην επηρεαστεί η ποιότητα της ζωής. Απαραίτητες προϋποθέσεις για να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι είναι η νόσος να είναι συχνή και να αποτελεί σοβαρό πρόβλημα υγείας, να υπάρχουν διαθέσιμα και ικανά εργαλεία για να θέσουν τη διάγνωση και να προκύψει όφελος στην υγεία άμεσο και μακροπρόθεσμο.
Ο καρκίνος του προστάτη πληροί πολλά από αυτά τα κριτήρια του προσυμπτωματικού ελέγχου. Είναι ο συχνότερος καρκίνος στους άνδρες και η δεύτερη αιτία θανάτου από νεόπλασμα μετά τον καρκίνο του πνεύμονος. Στα πρώιμα στάδια είναι συνήθως ασυμπτωματικός, ενώ όταν εμφανιστούν συμπτώματα η νόσος μπορεί να έχει επεκταθεί και να μην επιδέχεται ριζική θεραπευτική αντιμετώπιση. Αυτό καθιστά την πρώιμη διάγνωση πολύ σημαντική και υπάρχει εξέταση για αυτό, το ειδικό προστατικό αντιγόνο (PSA) που γίνεται απλά, γρήγορα και ανώδυνα με αιμοληψία. Αύξηση του PSA στο αίμα θέτει την υποψία του καρκίνου του προστάτη που επιβεβαιώνεται με τις βιοψίες του προστάτη που γίνονται με την καθοδήγηση του διορθικού υπερηχογραφήματος. Η δακτυλική εξέταση του προστάτη από το ορθό είναι επίσης μία μέθοδος διάγνωσης, αλλά έχει μικρότερη ευαισθησία από το PSA, μια και στις περισσότερες περιπτώσεις πρώιμου καρκίνου του προστάτη δεν διαπιστώνεται δακτυλικό εύρημα.
Η εφαρμογή του PSA στην κλινική πράξη από τη δεκαετία του ‘90 έφερε πραγματική επανάσταση στη διάγνωση του καρκίνου του προστάτη. Σήμερα το 80% των καρκίνων του προστάτη που διαγιγνώσκονται με το PSA είναι κλινικά εντοπισμένοι, επιδέχονται ριζική αντιμετώπιση και έτσι ο ασθενής θεραπεύεται οριστικά. Στην πρo – PSA εποχή το 25% των ασθενών με καρκίνο του προστάτη είχαν μεταστατική νόσο τη στιγμή της διάγνωσης, ενώ στις μέρες μας το ποσοστό αυτό έχει πέσει στο 4%. Η θνητότητα από τον καρκίνο του προστάτη έχει μειωθεί παγκόσμια από το 3% στο 2.4% σαν αποτέλεσμα της κλινικής εφαρμογής του PSA, της πρώιμης διάγνωσης και της βελτίωσης των μεθόδων θεραπευτικής αντιμετώπισης. Είναι όμως γεγονός ότι η εφαρμογή του PSA έχει οδηγήσει σε υπερ-ανίχνευση καλά διαφοροποιημένων καρκίνων, που σε μελέτες μαζικού πληθυσμιακού ελέγχου (screening) αποτελούν το 40% – 50% των διαγιγνωσκόμενων καρκίνων. Τα καλά διαφοροποιημένα νεοπλάσματα συνήθως έχουν πολύ βραδεία εξέλιξη, πιθανόν να μην ενοχλήσουν τον ασθενή καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του και να μη χρειαστούν κάποια αντιμετώπιση. Επειδή όμως δεν διαθέτουμε ακόμη απόλυτα ασφαλή κριτήρια διαχωρισμού των αθώων από τους πιθανά επικίνδυνους καρκίνους, η διάγνωση καλά διαφοροποιημένων νεοπλασμάτων οδηγεί σε υπερ-θεραπεία, δηλαδή αντιμετωπίζουμε όλους τους ασθενείς, χωρίς ενδεχομένως όλοι να το χρειάζονται. Η αντιμετώπιση όλων των καρκίνων, εκτός του οικονομικού κόστους για το σύστημα υγείας, έχει και επιπλοκές (π.χ. στυτική δυσλειτουργία, ακράτεια κ.λπ.) χωρίς να προσφέρει σε όλους πραγματικό πλεονέκτημα επιβίωσης.
Πρέπει να τονισθεί επίσης ότι το PSA είναι ειδικό του προστάτη αδένα και όχι του καρκίνου. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να αυξάνεται και σε άλλες παθήσεις του προστάτη, όπως στην καλοήθη υπερπλασία, που είναι επίσης μία πολύ συχνή νόσος των ανδρών, στις φλεγμονές του αδένα (προστατίτιδες) αλλά και όταν γίνονται διάφοροι χειρισμοί στο ουροποιητικό σύστημα του άνδρα (π.χ. καθετηριασμοί, κυστεοσκοπήσεις κ.λπ.). Αυτό σημαίνει ότι δεν έχει καρκίνο κάθε άνδρας που παρουσιάζει αύξηση του PSA στο αίμα, μια και η αύξηση αυτή μπορεί να οφείλεται σε άλλες καλοήθεις παθήσεις. ΄Ετσι σε επίπεδα PSA 4-10 ng/ml, περίπου ένας στους 4 άνδρες θα βρεθεί να έχει καρκίνο στη βιοψία του προστάτη, ενώ αν τα επίπεδα του PSA υπερβούν τα 10 ng/ml, τότε περίπου ένας στους 2 άνδρες θα βρεθεί να έχει τη νόσο.
Επίσης δεν υπάρχουν τιμές PSA που να αποκλείουν τη νόσο, μια και σε επίπεδα μικρότερα των 4ng/ml, το 15% των ανδρών έχουν καρκίνο του προστάτη. Για τον λόγο αυτό πολλοί ασθενείς υποβάλλονται σε βιοψίες που δεν τις χρειάζονται και υπόκεινται σε πιθανές επιπλοκές της βιοψίας.
Για όλους τους λόγους που προαναφέρθηκαν, υπάρχει ένας προβληματισμός μεταξύ των επιστημόνων για την εφαρμογή προγραμμάτων μαζικού πληθυσμιακού ελέγχου (screening). Διάφορες τυχαιοποιημένες μελέτες screening δεν έδειξαν ιδιαίτερες διαφορές στην επιβίωση, όλες είχαν όμως προβλήματα σχεδιασμού που τις καθιστούσαν αναξιόπιστες. Η τελευταία και μεγαλύτερη ευρωπαϊκή μελέτη screening έδειξε ελάττωση της θνητότητας από καρκίνο στη δεκαετία περίπου 20% στους άνδρες που υποβλήθηκαν σε έλεγχο και ελάττωση της εμφάνισης μεταστατικής νόσου περίπου στο 45%.
΄Ολοι οι ουρολόγοι πιστεύουν στην εξαιρετική χρησιμότητα του PSA στη διάγνωση του πρώιμου και αντιμετωπίσιμου καρκίνου του προστάτη, που ουσιαστικά άλλαξε τις δύο τελευταίες δεκαετίες το τοπίο της νόσου. Κάθε άνδρας πρέπει να ενημερώνεται από τον ουρολόγο του για τα υπέρ και τα κατά του προσυμπτωματικού ελέγχου, το PSA να χρησιμοποιείται ανάλογα με τους παράγοντες κινδύνου για εμφάνιση της νόσου και να αποφεύγεται η κατάχρηση. ΄Ανδρες με προσδόκιμο επιβίωσης <10 ετών (ή άνδρες >75 ετών), χωρίς συμπτώματα, δεν έχουν λόγο να υποβάλλονται σε εξέταση PSA, γιατί ένας κλινικά εντοπισμένος καρκίνος του προστάτη δεν θα επηρεάσει την επιβίωσή τους μια και εξελίσσεται αργά. Κάθε άνδρας μεγαλύτερος των 50 ετών μετά από ενημέρωση πρέπει να υποβάλλεται σε δακτυλική εξέταση και σε έλεγχο του PSA. Άνδρες που έχουν κληρονομικό ιστορικό (π.χ. πατέρα ή αδελφό που έχει εμφανίσει σε μικρή ηλικία καρκίνο του προστάτη) πρέπει να υποβάλλονται στον έλεγχο στην ηλικία των 45 ετών, ενώ άνδρες πολύ αυξημένου κινδύνου ( περισσότερα από ένα μέλη της οικογενείας με καρκίνο του προστάτη σε μικρή ηλικία) πρέπει να υποβάλλονται σε έλεγχο στην ηλικία των 40 ετών. Τα περαιτέρω μεσοδιαστήματα ελέγχου θα καθοριστούν ανάλογα με τις τιμές του PSA από τον ουρολόγο τους.