Στενή έχει αποδειχθεί ότι είναι η σχέση μεταξύ της στυτικής δυσλειτουργίας και της κακής ψυχολογίας. Οι μελέτες δείχνουν ότι η κατάθλιψη και το άγχος αποτελούν παράγοντες που οδηγούν στην εμφάνιση του προβλήματος, αλλά και η ίδια η γίνεται πολλές φορές αιτία ανάπτυξης των συγκεκριμένων ψυχικών καταστάσεων.
Oλοένα και νεότεροι ενήλικες καλούνται πλέον να διαχειριστούν τη στυτική δυσλειτουργία και το ψυχολογικό βάρος που τη συνοδεύει.
Μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Journal of Sexual Medicine εξέτασε τις διαγνώσεις κατάθλιψης και άγχους σε 181.402 ασθενείς, ηλικίας 18-40 ετών, με στυτική δυσλειτουργία και διαπίστωσε ότι παρουσίαζαν υψηλότερα ποσοστά κατάθλιψης και άγχους από τους άνδρες χωρίς αυτή. Το 17,1% είχε διάγνωση κατάθλιψης ή άγχους 12 μήνες πριν από τη διάγνωση, σε σύγκριση με το 12,9% της ομάδας ελέγχου. Τα ποσοστά παρέμειναν υψηλότερα για τους άνδρες με στυτική δυσλειτουργία στους 12 μήνες (11,7% έναντι 6,3%), στους 24 μήνες (14,5% έναντι 9,0%) και στους 36 μήνες (15,9% έναντι 10,6%) μετά τη διάγνωση.
Αντιμετώπιση
Ο τρόπος διαχείρισης της στυτικής δυσλειτουργίας εξαρτάται από την αιτία και τη σοβαρότητά της, λαμβάνοντας πάντα υπόψη και τυχόν άλλες υποκείμενες παθήσεις, εξηγεί ο Χειρουργός Ανδρολόγος Ουρολόγος, δρ Αναστάσιος Λιβάνιος. Ο γιατρός μπορεί να επιλέξει τη χορήγηση από του στόματος φαρμακευτική αγωγή.
Ωστόσο, τα φάρμακα δεν είναι εξίσου αποτελεσματικά σε όλους. Σε ένα 30% των ασθενών δεν αποδίδουν. Εναλλακτικά ή σε συνδυασμό με την από του στόματος φαρμακευτική αγωγή συστήνονται οι ενδοπεϊκές ενέσεις ή τα υπόθετα που τοποθετούνται στην ουρήθρα.
Για τους άνδρες που οι λύσεις αυτές δεν προσφέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα υπάρχουν και εναλλακτικές επιλογές, όπως οι αντλίες και τα δαχτυλίδια πέους, τα οποία μπορούν να ενισχύσουν τη ροή αίματος σε όσους έχουν ήπια ως μέτρια στυτική δυσλειτουργία. Αυτά όμως δεν αποτελούν θεραπεία. Απλώς δημιουργούν τις συνθήκες για διείσδυση και τελικά για την ολοκλήρωση της σεξουαλικής πράξης.
Εάν καμία από αυτές τις μεθόδους δεν αποδίδει, συστήνεται η χειρουργική τοποθέτηση εμφυτεύματος, η οποία είναι η μοναδική μόνιμη λύση στο πρόβλημα της στυτικής δυσλειτουργίας.
«Πρόκειται για τη χειρουργική τοποθέτηση δύο κυλίνδρων στα στυτικά (σηραγγώδη) σώματα του πέους, που κατά τη φυσιολογική στύση γεμίζουν με αίμα. Η επέμβαση είναι απλή, διαρκεί μόλις μία ώρα και πραγματοποιείται με επισκληρίδιο αναισθησία, μέσω μιας μικρής τομής 2-3 εκατοστών κοντά στους όρχεις, η οποία δεν είναι ορατή μετά την ανάρρωση. Η δε νοσηλεία δεν ξεπερνά συνήθως το 24ωρο», διευκρινίζει ο δρ Λιβάνιος.
Οι προθέσεις που τοποθετούνται για τη βελτίωση, την αντικατάσταση ή την αποκατάσταση της λειτουργίας του πέους αποτελούν θεραπεία τρίτης γραμμής και ενδείκνυνται όταν η δυσλειτουργία προκαλείται από οργανικές αιτίες που δεν ανταποκρίνονται στη συντηρητική θεραπεία, όταν υπάρχει αντένδειξη για τη χρήση των φαρμάκων, αλλά και όταν το πρόβλημα έχει ψυχογενείς αιτίες.
«Τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες έχουν εξελιχθεί σε μεγάλο βαθμό και πλέον αποτελούν την αιχμή του δόρατος τόσο για τα υλικά από τα οποία κατασκευάζονται όσο και για την ευκολία λειτουργίας τους. Μελέτες έχουν δείξει πολύ υψηλά ποσοστά ικανοποίησης μετά από την τοποθέτηση πεϊκής πρόθεσης, που κυμαίνονται από 75-98%. Αυτά τα υψηλά ποσοστά υποστηρίζουν την άποψη ότι η τοποθέτηση πρόθεσης θα πρέπει να προτείνεται το συντομότερο ως θεραπευτική επιλογή όταν είναι επιθυμητή μια μόνιμη λύση της στυτικής δυσλειτουργίας», σημειώνει ο δρ Αναστάσιος Λιβάνιος.
«Ο παγκόσμιος επιπολασμός της στυτικής δυσλειτουργίας αναμένεται να αυξηθεί σε πάνω από 322 εκατομμύρια έως το 2025. Το ίδιο και η ζήτηση για προθέσεις, όχι μόνο στους ασθενείς άνω των 60 αλλά και σε νεότερους εξαιτίας της επιδημίας της παχυσαρκίας και του διαβήτη που μαστίζει τον σύγχρονο, δυτικό κόσμο, οι οποίοι αποτελούν λόγους εμφάνισής της. Η τοποθέτηση πρόθεσης στο πέος είναι η μοναδική μόνιμη λύση στο πρόβλημα της στυτικής δυσλειτουργίας, εγγυάται την επανεκκίνηση της σεξουαλικής ζωής, τη βελτίωση της ψυχολογίας και την ικανοποίηση των ίδιων των ασθενών αλλά και των συντρόφων τους, η οποία παραμένει σημαντική παράμετρος επιλογής τους» καταλήγει ο ειδικός.