Η βιολογική αποστολή των ονύχων είναι εξαιρετικά σημαντική για τον άνθρωπο και αποφασιστικής σημασίας για την επιβίωση ορισμένων ζώων και πουλιών.
Η φύση, προικίζοντας τον άνθρωπο με τα εξαρτηματικά αυτά όργανα, προνοητικά εξασφάλισε τη λειτουργική αποδοτικότητα των αντίστοιχων μελών του σώματος.
Ωστόσο, πέρα από τη σπουδαιότητα της βιολογικής αποστολής των ονύχων, που συνδέεται με τη λειτουργικότητα των μελών του σώματος, υπογραμμίζεται με ιδιαίτερη έμφαση ότι οι όνυχες είναι όργανα με σύνθετη ανατομική δομή, πολύπλοκη χημική σύνθεση και ιδιάζουσα λειτουργικότητα, η οποία συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με την εν γένει λειτουργικότητα του συνόλου οργανισμού ή των επιμέρους οργάνων και συστημάτων. Με άλλα λόγια, παθολογικές αλλοιώσεις των ονύχων εκφράζουν, αντίστοιχα, παθολογική λειτουργία ή νόσηση διάφορων οργάνων και συστημάτων (π.χ. δέρματος, ήπατος, ενδοκρινικών αδένων κ.λπ.). Άλλωστε, από την εποχή του Ιπποκράτη είναι καλά γνωστή η πληκτροδακτυλία (ιπποκράτειοι όνυχες).
Οι παθήσεις των ονύχων ή ονυχίες ή ονυχοπάθειες είναι αρκετά συχνές και πολλές, υπερβαίνοντας το 41% του συνόλου των δερματικών νοσημάτων. Επειδή προκαλούν αισθητικά και λειτουργικά ενοχλήματα στους όνυχες, τόσο η ακεραιότητα και η κοσμητολογική εμφάνιση των ονύχων όσο και η επαγγελματική τους προστασία έχουν από πρακτικής πλευράς μεγάλο ενδιαφέρον.
Ο όρος «ονυχομυκητίαση» σημαίνει την προσβολή του όνυχα από μύκητες. Είναι γνωστό ότι ονυχομυκητίαση προκαλούν οι μύκητες: Δερματόφυτα, μη δερματόφυτα και κάντιντα.
Η συχνότητα των ονυχομυκητιάσεων είναι εξαιρετικά μεγάλη, προσβάλλοντας έναν ή περισσότερους όνυχες στα χέρια και τα πόδια. Η μόλυνση γίνεται κυρίως με τον ξεσμό μυκητοφόρων εξανθηματικών περιοχών ευρισκομένων στο ίδιο άτομο, σπανιότερα με τη θωπεία κεφαλής ή τριχώματος οικιακών ζώων.
Ο εργαστηριακός έλεγχος καθορίζει τον παθογόνο μύκητα, ενώ θα πρέπει να αναζητηθούν και άλλες εστίες μυκητιασικής μολύνσεως στα χέρια, στα πόδια, στις μηρογεννητικές πτυχές και στα παιδιά στο τριχωτό της κεφαλής.
Τα δερματόφυτα που προσβάλλουν τον όνυχα, ανάλογα με την εντόπισή τους, προκαλούν περιφερική, κεντρική, επιπολής και ολική ονυχομυκητίαση.
Η ολική ονυχομυκητίαση παριστά την προχωρημένη μορφή των προηγούμενων τύπων και χαρακτηρίζεται από υπονύχια υπερκεράτωση και εύθρυπτους όνυχες, μετά την απόπτωση των οποίων παραμένει πεπαχυσμένη και ανώμαλη κοίτη του όνυχα, που συχνά συγκρατεί τεμάχια του όνυχα.
Η θεραπεία της ονυχομυκητίασης γίνεται κυρίως με αντιμυκητιασιακά φάρμακα (ιμιδαζόλες, μορφολίνες, αλλυλαμίνες) από το στόμα, καθώς και με την εφαρμογή τοπικών θεραπευτικών παραγόντων. Η χημική αφαίρεση του όνυχα με ουρία γίνεται με την εφαρμογή επί του όνυχα αλοιφής ουρίας, ενώ προστατεύεται με σελοφάν το γύρω δέρμα. Η ουρία καθιστά με τον χρόνο μαλακό τον όνυχα, προκαλώντας λύση της σύνδεσης του δυστροφικού όνυχα με την κοίτη του όνυχα.
Η ονυχομυκητίαση συχνά συνοδεύεται από υπεριδρωσία, δηλαδή από υπερβολική έκκριση ιδρώτα πέρα από τις φυσιολογικές ανάγκες του οργανισμού, σε ποσότητα που ξεπερνά τα 50mg/5min, με τους άντρες να προσβάλλονται εντονότερα.
Η εστιακή ιδιοπαθής υπεριδρωσία είναι η πλέον συχνή και ενδιαφέρουσα μορφή της, αφού μπορεί να επηρεάσει και να προκαλέσει συναισθηματικά προβλήματα και να περιορίσει τις οικογενειακές, κοινωνικές και οικονομικές δραστηριότητες των πασχόντων, προσβάλλοντας τις παλάμες και τα πέλματα στο 60% των περιπτώσεων υπεριδρωσίας.
Επακόλουθο της υπεριδρωσίας αποτελούν η αφυδάτωση και η διαβροχή του δέρματος, που είναι το κύριο έδαφος για ανάπτυξη επιμολύνσεων και δυσοσμίας (βρωμιδρωσία).
Η αντιμετώπιση της υπεριδρωσίας περιλαμβάνει μέτρα που αφορούν την αλλαγή του τρόπου ζωής, τη χρήση αντιιδρωτικών, την ιοντοφόρεση, τις χειρουργικές μεθόδους και πρόσφατα τη βοτουλινική τοξίνη.
Η αλλαγή στον τρόπο ζωής περιλαμβάνει αποφυγή του υπερβολικού στρες, προσοχή στην ένδυση (χρήση βαμβακερών και ελαφρών ρούχων), στην υπόδηση (δερμάτινα παπούτσια), στη διατροφή (μείωση του αλκοόλ, του καφέ, του καπνού, των πικάντικων τροφών) καθώς και σχολαστική υγιεινή. Τα παραπάνω μέτρα είναι δυνατόν να επηρεάσουν την ένταση της εφίδρωσης, χωρίς όμως να μπορούν να λύσουν το πρόβλημα.
Η τοπική θεραπεία περιλαμβάνει τη χρήση αποσμητικών και αντιιδρωτικών προϊόντων, όπως προϊόντων με άλατα αλουμινίου σε πυκνότητα 20% που μπλοκάρουν τους πόρους των ιδρωτοποιών αδένων και εφαρμόζονται κάθε 2-3 ημέρες σε στεγνό δέρμα, αλλά προκαλούν ερεθισμό και κνησμό.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ιοντοφόρεση, που με τη χρήση χαμηλής έντασης ρευμάτων 15-25mA αυξάνει τον ουδό για έκκριση του ιδρώτα. Η μέθοδος είναι απλή και εφαρμόζεται 2-3 φορές την εβδομάδα.
Η χρήση συστηματικών μεθόδων περιλαμβάνει τη χρήση αντιχολινεργικών παραγόντων, που -προς το παρόν- χρησιμοποιούνται ως αντιπαρκινσονικά, των οποίων αυξάνουμε τη δόση σταδιακά μέχρι να πετύχουμε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες, όμως, αυτών των φαρμάκων είναι τόσο συχνές που προς το παρόν χρησιμοποιούνται μόνο σε πολύ μικρό αριθμό ασθενών.
Κωνσταντίνος Κουσκούκης, καθηγητής Δερματολογίας – νομικός – πρόεδρος της Ελληνικής Ακαδημίας Ιαματικής Ιατρικής – επιστημονικός σύμβουλος ΚΕΔΕ