Η Πρόληψη σώζει ζωές. Στην Ελλάδα, όμως, η πρόληψη είναι ιδιαίτερα υποβαθμισμένη στις προτεραιότητες της Πολιτείας, στην πρακτική των γιατρών και στη συνείδηση των πολιτών. Με αποτέλεσμα να χάνουμε κατά μέσο όρο 10 χρόνια από το προσδόκιμο ζωής μας. Αλλά ακόμα και όσοι ασχολούνται με την Πρόληψη κάνουν συχνά το λάθος να ταυτίζουν την Πρόληψη μόνο με τις προληπτικές εξετάσεις.
Οι προληπτικές εξετάσεις συνιστούν τη δευτερογενή πρόληψη, προκειμένου να εντοπιστεί ένα νόσημα σε πρώιμα προσυμπτωματικά στάδια, ώστε η θεραπευτική αγωγή να έχει μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας. Ο προσυμπτωματικός έλεγχος εφαρμόζεται για ορισμένα νοσήματα για τα οποία υπάρχει αξιόπιστη προσυμπτωματική εξέταση και αποτελεσματική θεραπεία, όπως είναι τα νοσήματα του κυκλοφορικού συστήματος, κυρίως η στεφανιαία νόσος, ορισμένοι καρκίνοι, όπως ο καρκίνος του μαστού, του τραχήλου της μήτρας, του παχέος εντέρου, η οστεοπόρωση κ.ά.
Εξίσου, αν όχι πιο σημαντική, είναι η πρωτογενής πρόληψη η οποία αποσκοπεί στην καταπολέμηση ή στον έλεγχο των παραγόντων-αιτιών που προκαλούν τη νόσο και τον πρόωρο θάνατο. Οι πιο σημαντικοί από τους παράγοντες αυτούς είναι το κάπνισμα -ειδικά στην Ελλάδα-, η διατροφή, η άσκηση, το στρες, η οδική συμπεριφορά, η σεξουαλική συμπεριφορά, οι εμβολιασμοί, αλλά και οι επιδράσεις του περιβάλλοντος, φυσικού (π.χ. ατμοσφαιρική ρύπανση) και κοινωνικού (φτώχεια, ανεργία, περιθωριοποίηση κ.ά.).
Αλλά και σε ό,τι αφορά τις προληπτικές εξετάσεις επικρατεί σύγχυση και άγνοια. Ο προσυμπτωματικός έλεγχος μπορεί να πραγματοποιηθεί σε ατομική βάση, το γνωστό check-up, ή σε γενικό πληθυσμό στο πλαίσιο της δημόσιας υγείας. Η δεύτερη περίπτωση, που ονομάζεται διαλογή (screening), υλοποιείται με τη διενέργεια κλινικών και εργαστηριακών εξετάσεων που μπορούν να γίνουν εύκολα, φθηνά και γρήγορα. Μία δοκιμασία διαλογής σπανίως είναι τελεσίδικα διαγνωστική, χρησιμεύοντας πρωτίστως στον εντοπισμό ύποπτων περιπτώσεων που χρήζουν περεταίρω ελέγχου. Για όλους αυτούς τους λόγους τα εθνικά προγράμματα διαλογής στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες περιορίζονται σε λίγα μόνο νοσήματα που πληρούν τις παραπάνω προϋποθέσεις.
Αντίθετα, το check-up αποτελεί επιλογή του ίδιου του πολίτη να προβαίνει στις προληπτικές, εργαστηριακές και κλινικές εξετάσεις με δική του πρωτοβουλία και κατά κανόνα με την καθοδήγηση του γιατρού του ή του ασφαλιστικού του φορέα.
Μία δυνατότητα που αρκετοί Έλληνες και Ελληνίδες δεν αξιοποιούν, με αποτέλεσμα να διαπιστώνουμε ιδιαίτερα χαμηλά ποσοστά διενέργειας check-up στις πανελλαδικές έρευνες υγείας Hellas Health που πραγματοποιούμε από το 2006.
Ειδικότερα, μία στις τρεις γυναίκες δεν έχει πραγματοποιήσει στις ηλικίες και στα διαστήματα που απαιτούνται pap-test, μία στις δύο δεν έχει πραγματοποιήσει μαστογραφία και εννιά στις δέκα κολονοσκόπηση. Αξίζει να σημειωθεί πως τα ποσοστά των διενεργούμενων εξετάσεων μειώνονται σημαντικά στα χαμηλότερα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα.
Το ατομικό check-up, όμως, δεν πρέπει να ταυτίζεται με τις προδιαγραφές των προγραμμάτων διαλογής, αλλά να είναι εξατομικευμένο ανάλογα με την ηλικία, το φύλο, το ατομικό και οικογενειακό ιστορικό του καθενός, καθώς και τους παράγοντες κινδύνου που απειλούν την υγεία του. Οι εξετάσεις στο ατομικό check-up πρέπει να είναι περισσότερες και σε αρκετές περιπτώσεις να γίνονται πιο συχνά από τα πρωτόκολλα της πληθυσμιακής διαλογής με ευθύνη του θεράποντος γιατρού.
Αλλά και εδώ χρειάζονται κανόνες και πρωτόκολλα, όπως αυτά που εφαρμόζομε στο εξ αποστάσεως πρόγραμμα προληπτικής ιατρικής και προαγωγής υγείας του Ινστιτούτου Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής.