kopela-koimatai

Γνωρίζοντας τη σιδηροπενική αναιμία

Άγγελος Πάλλης
Εκτοετής Φοιτητής Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ

Ως αναιμία ορίζεται η μείωση της φυσιολογικής αιμοσφαιρίνης (Hb) στο αίμα, της πρωτεΐνης δηλαδή που υπάρχει στα ερυθροκύτταρα και είναι υπεύθυνη για τη μεταφορά του οξυγόνου στους ιστούς και στα όργανα. Η ποσότητα αυτή μπορεί να υπολογιστεί στην εξέταση αίματος και τα όρια στον άντρα είναι 13 g/dl, ενώ στη γυναίκα 12 g/dl.
Η κατάσταση αυτή οφείλεται σε πλειάδα παραγόντων ενώ διακρίνεται σε αρκετές κατηγορίες ανάλογα με το υποκείμενο αίτιο. Η συχνότερη μορφή της είναι αυτή που προκαλείται λόγω ελλείμματος σιδήρου, η γνωστή σε όλους σιδηροπενική αναιμία. Η σιδηροπενική αναιμία προσβάλλει παγκοσμίως πάνω από 1,2 δισεκατομμύρια ανθρώπους, κυρίως σε χώρες χαμηλού/μεσαίου κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου, καθιστώντας την ως 1 από τις 5 κύριες αιτίες αναπηρίας και προκαλώντας ποικίλες επιδράσεις όπως μειωμένη γνωστική λειτουργία και μειωμένη σωματική ικανότητα.

forte

Ο σίδηρος προσλαμβάνεται καθημερινά με τη διατροφή. Αυτός μπορεί ή να αποθηκευτεί σε αποθήκες σιδήρου που καλούνται φερριτίνες (ενδοκυτταρικές πρωτεΐνες), ή να χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή ερυθρών αιμοσφαιρίων ή να αξιοποιηθεί για άλλους σκοπούς. Αναλόγως των αναγκών σε σίδηρο αυτός μεταβολίζεται στο λεπτό έντερο όπου μπορεί είτε να αποθηκευτεί στη φερριτίνη είτε να απομακρυνθεί από εκεί και να κυκλοφορήσει στο αίμα συνδεδεμένο με ένα μόριο που ονομάζεται τρανσφερρίνη.
Βασικός ρυθμιστής εξόδου του σιδήρου αποτελεί μια πρωτεΐνη που παράγεται κατά βάση στο ήπαρ και λιγότερο στους νεφρούς και ονομάζεται εψιδίνη. Η πρωτεΐνη αυτή ελέγχει τον σίδηρο που φεύγει από τις θέσεις μεταβολισμού του με σκοπό να αποτραπεί το έλλειμμα του στον οργανισμό, αλλά και η υπερφόρτωση του οργανισμού με σίδηρο, μια δυνητικά επιβλαβή κατάσταση. Έτσι όταν έχουμε αρκετή ποσότητα σιδήρου, η πρωτεΐνη αυτή υπερπαράγεται αποτρέποντας την περαιτέρω έξοδο του από το λεπτό έντερο, ενώ όταν υπάρχει έλλειμμα, ελαχιστοποιείται η παραγωγή της οπότε έχουμε απελευθέρωση σιδήρου στην κυκλοφορία. Έτσι, σε καταστάσεις ελλείμματος σιδήρου, με αυτόν τον μηχανισμό εξαντλείται όλος ο σίδηρος που είναι αποθηκευμένος στη φερριτίνη και οδηγούμαστε σε ένδεια αυτού.

Οι λόγοι που μπορεί να παρατηρηθεί έλλειμμα σιδήρου είναι ποικίλοι. Μπορεί να οφείλονται σε αυξημένες ανάγκες σε σίδηρο (εγκυμονούσες, παιδιά), μειωμένη πρόσληψη σιδήρου με τη διατροφή, μειωμένη απορρόφηση σιδήρου (δυσανεξία στη γλουτένη, γαστρεκτομή), απώλεια αίματος (φάρμακα, αιματολογικά νοσήματα, τακτικοί αιμοδότες), λοιμώξεις, χρόνια νεφρική νόσος και πολύ σπάνια γενετικοί παράγοντες.
Τα συμπτώματα της σιδηροπενικής αναιμίας είναι μη ειδικά και συχνά ξεγελούν ακόμα και έναν έμπειρο γιατρό. Το σημαντικότερο από αυτά είναι η κούραση. Άλλα συμπτώματα αποτελούν η μειωμένη συγκέντρωση, η ζάλη, οι εμβοές, η αλωπεκία, η ωχρότητα, ο πονοκέφαλος, η ξηροδερμία. Λίγο ειδικότερα συμπτώματα αποτελούν η κοιλονυχία, το σύνδρομο ανήσυχων ποδιών, η ατροφική γλωσσίτιδα (γλώσσα δίκην φράουλας), το σύνδρομο Pica (η κατανάλωση μη βρώσιμων ουσιών π.χ. παγάκια). Σπανιότατα αλλά επικίνδυνα συμπτώματα αποτελούν η στηθάγχη και η συγκοπή.

kopela-koimatai2
Η διάγνωση της νόσου γίνεται κατά κύριο λόγο με τη γενική αίματος. Τα ερυθρά αιμοσφαίρια είναι μειωμένα ενώ ορισμένοι δείκτες που αξιοποιούνται για να προσδιορίσουν και το είδος της αναιμίας (MCV, MCH) είναι ελαττωμένοι. Απαραίτητο στοιχείο για τη διάγνωση της νόσου είναι η φερριτίνη ορού η οποία είναι ελαττωμένη (<30 μg/l) και ουσιαστικά αυτή θέτει και τη διάγνωση και την ξεχωρίζει από άλλες καταστάσεις με παρόμοιο εργαστηριακό έλεγχο (π.χ. ετεροζυγωτία μεσογειακής αναιμίας).

Η θεραπεία της σιδηροπενικής αναιμίας συνίσταται στη χορήγηση ενώσεων σιδήρου από το στόμα 3 φορές την ημέρα αρχικά για 2 μήνες. Στη συνέχεια γίνεται επανέλεγχος του ασθενούς όπου επί βελτίωσης συνεχίζει την ίδια θεραπεία για 6-12 μήνες με σκοπό να γεμίσουν οι αποθήκες του οργανισμού με σίδηρο. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι ασθενείς άνω των 50 ετών και άτομα με γνωστό ιστορικό νόσου του πεπτικού συστήματος πρέπει να πραγματοποιήσουν και ενδοσκοπικό έλεγχο προς ανίχνευση κάποιας παθολογίας που είναι υπεύθυνη για την αναιμία τους (π.χ. κακοήθεια πεπτικού) . Αντίστοιχα οι προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες θα πρέπει να υποβληθούν σε γυναικολογικό έλεγχο για αντίστοιχη παθολογία (π.χ. μητρορραγία). Επί αποτυχίας ανταπόκρισης στην από του στόματος χορήγηση ή σε ειδικές ενδείξεις (σοβαρή αναιμία, νοσήματα εντέρου) είναι εφικτή η ενδοφλέβια χορήγηση σιδήρου με παρόμοια αποτελέσματα.
Πρόκειται για μια συχνότατη νόσο που είναι εξαιρετικά ύπουλη, ωστόσο είναι πολύ εύκολη στη διαγνωστική προσέγγιση και διαθέτει μια χρονοβόρα μεν, αλλά αποτελεσματική θεραπεία. Τόσο η εμπειρία του γιατρού όσο και η συνεργασία του ασθενούς μπορούν να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση της νόσου.