Ο όρος Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής/Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα ευρύ φάσμα συμπτωμάτων, όπως τα ακόλουθα: μη αναμενόμενα σε συνάρτηση με την ηλικία επίπεδα απροσεξίας, παρορμητικότητας και υπερκινητικότητας, ανικανότητα συγκέντρωσης, ανησυχία, κυκλοθυμία, ξεσπάσματα θυμού, προβλήματα ολοκλήρωσης έργου, αποδιοργάνωση, συναισθηματική ανωριμότητα και μαθησιακές δυσκολίες. Συνιστά μια εκ των κοινών νευροαναπτυξιακών διαταραχών (5-8% του μαθησιακού πληθυσμού) με μεγάλη ετερογένεια στη γενετική, τη νευροβιολογική βάση και τη συμπτωματολογία, συνδέεται δε με μακροχρόνια ακαδημαϊκά, κοινωνικά και ψυχικά προβλήματα υγείας.
Η ακριβής αιτιολογία της νευροαναπτυξιακής αυτής διαταραχής παραμένει άγνωστη, ωστόσο στους παράγοντες που συνδέονται με τον αυξημένο κίνδυνο εμφάνισής της έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων γενετικοί αλλά και περιβαλλοντικοί παράγοντες, οι οποίοι μέσω επιγενετικών μηχανισμών συμβάλλουν στην εμφάνιση της διαταραχής (προωρότητα, κάπνισμα, αλκοόλ, διατροφή, τραύματα και κακώσεις εγκεφάλου, φυσική και ψυχική υγεία μητέρας και βρέφους και έκθεση σε τοξικές ουσίες θεωρείται ότι είναι οι βασικότεροι επιγενετικοί παράγοντες για τη ΔΕΠΥ).
Παγκοσμίως αποδεκτές κλινικές μελέτες συσχετίζουν συνεχώς τα διατροφικά πρότυπα και άλλους παράγοντες του τρόπου ζωής, με τον αυξημένο επιπολασμό όχι μόνον για καρδιομεταβολικές ασθένειες ή ορισμένες μορφές καρκίνου, αλλά και με την παθοφυσιολογία και τη διαχείριση ψυχικών και νευροαναπτυξιακών διαταραχών, συμπεριλαμβανομένης της ΔΕΠΥ.
Τα ευρήματα αυτών των μελετών υποδηλώνουν ότι χαμηλή συμμόρφωση με την υγιεινή διατροφή -σε παιδιά και εφήβους με πρόσφατα διαγνωσθείσα ΔΕΠΥ- συσχετίστηκε θετικά με αυξημένη πιθανότητα διάγνωσης. Τα ανθυγιεινά διατροφικά πρότυπα ενδέχεται να προηγούνται μιας «διατροφικής βιοχημείας» η οποία ασκεί επίπτωση στις συμπεριφορές παιδιών και εφήβων με ΔΕΠΥ και επομένως η διαχείριση βάρους και η διατροφική εκπαίδευση θα πρέπει πάντα να θεωρούνται ως οδοί για τη βελτίωση των συμπτωμάτων της.
Κρίσιμα ερωτήματα για το εάν οι ανεπάρκειες μάκρο- και μίκρο- θρεπτικών συστατικών εμπλέκονται στην παθοφυσιολογία της ΔΕΠΥ και το πόσο τα εξατομικευμένα δοσολογικά σχήματα συμπληρωμάτων διατροφής ασκούν θεραπευτικά αποτελέσματα παραμένουν υπό διερεύνηση. Νέα δεδομένα της νευροφυσιολογίας παρέχουν αποδείξεις για την επίπτωση θρεπτικών συστατικών στην ανάπτυξη και τη λειτουργία του εγκεφάλου, καταδεικνύοντας τη δυτικού τύπου διατροφή ως έναν σημαντικό παράγοντα για την υψηλή συχνότητα εμφάνισης και επικράτησης των ψυχικών διαταραχών, συμπεριλαμβανόμενης της ΔΕΠΥ.
Από την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων κλινικών δοκιμών προκύπτει ότι άτομα με ανεπάρκειες ορισμένων μικροθρεπτικών συστατικών ανταποκρίνονται θετικά κατά τη χορήγηση τους, με σαφή βελτίωση στη γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία, την ψυχοεκπαίδευση και τη φαρμακολογική θεραπεία που πιθανά ακολουθούν. Παραμένουν όμως υπό διερεύνηση τα επίπεδα κατωφλίου των μικροθρεπτικών συστατικών (ανά ηλικιακή ομάδα σε άτομα με ΔΕΠΥ), καθώς λήψη ποσοτήτων μεγαλύτερων της συνιστώμενης ημερήσιας πρόσληψης ενδέχεται να εγκυμονεί και κινδύνους.
Στις διατροφικές παρεμβάσεις που προτείνονται για τον έλεγχο των συμπτωμάτων της ΔΕΠΥ περιλαμβάνονται η αποφυγή πρόχειρου φαγητού, η υιοθέτηση υγιούς τρόπου ζωής, ο περιορισμός της κατανάλωσης απλών σακχάρων, κορεσμένων λιπαρών αλλά και επεξεργασμένων τροφίμων με συνθετικά πρόσθετα, η χορήγηση μελατονίνης, προβιοτικών και πρεβιοτικών, πολυακόρεστων λιπαρών οξέων (PUFAs) και μικροθρεπτικών συστατικών, όπως μετάλλων και βιταμινών.
Η νευροβιολογία της ΔΕΠΥ σχετίζεται με τα χαμηλά επίπεδα νευροδιαβιβαστών (ντοπαμίνης) που εμπλέκονται στις επιτελικές εγκεφαλικές λειτουργίες. Η χορήγησή μελατονίνης έχει θετικά αποτελέσματα στη διαχείριση των συμπτωμάτων της ΔΕΠΥ, καθώς συμβάλει στη ρύθμιση της ντοπαμίνης.
Τα παιδιά και οι έφηβοι με ΔΕΠΥ αποδεικνύονται πιο ευαίσθητα στις επιπτώσεις της αντιδραστικής υπογλυκαιμίας (μείωση των επιπέδων σακχάρου του αίματος κάτω από τα φυσιολογικά), η οποία μπορεί να προκληθεί μετά από υψηλή κατανάλωση ζάχαρης, με αρνητικές συνέπειες στη συμπτωματολογία της νόσου και ως εκ τούτου συνίσταται ο περιορισμός των προσλαμβανόμενων απλών σακχάρων.
Αρκετές μελέτες καταδεικνύουν ότι η εξατομικευμένη ημερήσια πρόσληψη μετάλλων και ιχνοστοιχείων, όπως μαγνησίου, σιδήρου, ψευδάργυρου, ιωδίου, σεληνίου, χαλκού και βιταμινών Β1, Β3, Β6, Β12, από παιδιά και εφήβους με αντίστοιχες ανεπάρκειες εξασθένησε τα συμπτώματα της διαταραχής.
Οι ανεπάρκειες και οι ανισορροπίες των λιπαρών οξέων συσχετίζονται θετικά με τις διαταραχές των γνωστικών και συμπεριφορικών επιδόσεων κατά την ανάπτυξη. Ωστόσο, ο ρόλος των πολυακόρεστων λιπαρών οξέων ω3 και ω6 στην παθοφυσιολογία και τη θεραπεία της ΔΕΠΥ παραμένει αμφιλεγόμενος. Τα επίπεδα του δοκοσαεξανοϊκού οξέος (DHA), του εικοσιπεντανοϊκού οξέος (EPA) και του αραχιδονικού οξέος (AA) στο αίμα έχουν βρεθεί σε πολυάριθμες κλινικές μελέτες σημαντικά μειωμένα σε παιδιά με ΔΕΠΥ, χωρίς ωστόσο να επιβεβαιώνεται πάντα η αποτελεσματικότητα των συμπληρωμάτων στη συμπτωματολογία της ΔΕΠΥ.
Σε αυτό το σημείο αξίζει να μνημονευτούν ερευνητικά αποτελέσματα που σχετίζονται με τη συνεργιστική δράση θρεπτικών συστατικών στο μεταβολισμό και την απορρόφησή τους. Έτσι, ο οργανισμός δεν μπορεί να φτάσει από τις πρόδρομες ουσίες στο τελικό στάδιο μεταβολισμού και αφομοίωσης των ω3, ω6 σε περιπτώσεις έλλειψης βιταμινών, όπως οι C, A, D B3, και ιχνοστοιχείων, όπως ο ψευδάργυρος (η έλλειψή του μπορεί να αυξήσει το άγχος και την εναντιωματική προκλητική συμπεριφορά).
Συμπερασματικά, τα αποτελέσματα μελετών αναφορικά με τη χορήγηση μικροθρεπτικών συστατικών στη ΔΕΠΥ δεν τυγχάνουν εύκολης συγκριτικής αξιολόγησης εξαιτίας της ετερογένειας του σχεδιασμού, των δοσολογικών σχημάτων, της διάρκειας των παρεμβάσεων, της μεθοδολογίας αξιολόγησης της ανταπόκρισης, του σταδίου ανάπτυξης και του επιπολασμού των συννοσηροτήτων που συνοδεύουν τη ΔΕΠΥ.
Η σύνθεση και η λειτουργία της μικροχλωρίδας του εντέρου αποδεικνύεται ότι σχετίζεται με νευροαναπτυξιακές διαταραχές (θεωρία του άξονα μικροβιώματος εντέρου-εγκεφάλου), αλλά παραμένει υπό διερεύνηση η επίπτωσή της στους κλινικούς φαινοτύπους της ΔΕΠΥ. Σε περιπτώσεις ατόμων με ΔΕΠΥ, στους οποίους η εξέταση της εντερικής μικροχλωρίδας αποκάλυψε ανισορροπία ή δυσβίωση, η χορήγηση συγκεκριμένων προβιοτικών και πρεβιοτικών είχε θετική επίπτωση στον έλεγχο των συμπτωμάτων τους. Για την προστασία και αποκατάσταση της εντερικής χλωρίδας συνίσταται μεταξύ άλλων και η αύξηση της πρόσληψης φυτικών ινών, οι οποίες διαδραματίζουν επίσης σημαντικό ρόλο στη διαδικασία απέκκρισης των τοξινών του οργανισμού. Τα φρούτα, τα λαχανικά, τα όσπρια, το καστανό ρύζι, τα δημητριακά ολικής άλεσης είναι πολύ καλές πηγές φυτικών ινών.
Πρόσφατες έρευνες εστιάζουν το ενδιαφέρον τους κυρίως στη μελέτη διατροφικών προτύπων και όχι στις επιδράσεις μεμονωμένων θρεπτικών συστατικών σε παιδιά με ΔΕΠΥ.
Για τη μελέτη του ρόλου της πιθανής τροφικής υπερευαισθησίας σε παιδιά με ΔΕΠΥ έχουν προταθεί διατροφικές παρεμβάσεις, όπως η «Few-Foods Diet (FFD)», δηλαδή μια δίαιτα στην οποία επιβάλλεται η κατανάλωση περιορισμένου αριθμού τροφίμων χωρίς συνθετικά πρόσθετα (συντηρητικά, χρωστικές αρώματα κ.λπ.). Η δίαιτα FFD αποτελεί πολύτιμο εργαλείο για την εξέταση συμπτωμάτων που προκαλούνται από μεμονωμένες τροφές, καθώς μπορεί να αποκαλύψει δυσανεξίες ή τροφικές αλλεργίες οι οποίες έχουν αποδειχθεί σημαντικές στη διαχείριση των συμπτωμάτων της ΔΕΠΥ.
Η Μεσογειακή διατροφή αποτελεί ένα ασφαλές διατροφικό πρότυπο για τα άτομα με ΔΕΠΥ. Στις ισχυρές συστάσεις της Μεσογειακής Διατροφής συμπεριλαμβάνονται τα ακόλουθα τρόφιμα φυτικής προέλευσης τα οποία αποτελούν τη βάση της: τα δημητριακά ολικής αλέσεως, τα όσπρια, τα λαχανικά, τα φρούτα, οι ξηροί καρποί, το ελαιόλαδο, οι σπόροι, τα βότανα και τα μπαχαρικά. Τα ψάρια, τα θαλασσινά, τα γαλακτοκομικά και τα πουλερικά περιλαμβάνονται με μέτρο, ενώ περιορίζεται η κατανάλωση του κόκκινου κρέατος και των γλυκών τα οποία καταναλώνονται μόνο περιστασιακά.
Στις ειδικότερες διατροφικές συστάσεις-παρεμβάσεις συμπεριλαμβάνονται τα ακόλουθα: αποφυγή επεξεργασμένων τροφίμων που περιέχουν συνήθως συνθετικά πρόσθετα (χρωστικές, βελτιωτικά γεύσης, οσμής, συντηρητικά κ.ά.) τα οποία, όπως αποδεικνύεται από κλινικές μελέτες, δύναται να επιδεινώσουν τα συμπτώματα ΔΕΠΥ.
Συστήνεται έλεγχος της ενεργειακής απόδοσης των τροφίμων για τη διατήρηση ενός υγιούς σωματικού βάρους, τακτικά γεύματα χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη, περιορισμός της πρόσληψης των απλών υδατανθράκων και των κορεσμένων λιπαρών οξέων. Η πρόσληψη νατρίου περιορίζεται σε ποσότητες μικρότερες των 2,3 γραμμαρίων ημερησίως (ή ακόμη μικρότερη ημερήσια πρόσληψη για παιδιά κάτω των 14 ετών).
Αν απαιτείται χορήγηση συμπληρωμάτων, προτείνεται να είναι φυσικής προέλευσης -χωρίς πρόσθετα- και συστήνεται εξατομίκευση του δοσολογικού σχήματος μετά από αιματολογικές εξετάσεις με τη συνεργασία του θεράποντος ιατρού και διαιτολόγου. Αν κριθεί απαραίτητο, μπορεί να προστεθεί συμπλήρωμα διατροφής υψηλής καθαρότητας με την κατάλληλη -κατά περίπτωση- περιεκτικότητα σε ΕΡΑ/DHA.
Πραγματοποιείται έλεγχος για την πιθανή ύπαρξη δυσανεξιών και αλλεργιών και γίνονται οι απαιτούμενες διατροφικές παρεμβάσεις με τη βοήθεια ειδικού επιστήμονα.
Τέλος, σε περίπτωση χορήγησης φαρμακευτικής αγωγής εξετάζονται τυχόν ανεπιθύμητες αλληλεπιδράσεις με συστατικά των τροφών.