Η ∆ΕΠΥ (∆ιαταραχή Ελλειµµατικής Προσοχής – Υπερκινητικότητας, διεθνώς ADHD: Attention Deficit Hyperactivity Disorder) είναι από τις συχνότερες νευροβιολογικές καταστάσεις της παιδικής και εφηβικής ηλικίας καθώς εµφανίζεται στο 5-8% των παιδιών από τα οποία εκτιµάται ότι το 60% θα έχουν συµπτώµατα και στην ενήλικη ζωή.
Ακόμα και σε ήπιες περιπτώσεις οι δυσκολίες λόγω της ΔΕΠΥ αρχίζουν να φαίνονται κατά την έναρξη της σχολικής φοίτησης καθώς απαιτείται περισσότερη συγκέντρωση και συμμόρφωση σε κανόνες.
Έχει παρατηρηθεί ότι η πλειονότητα των παιδιών με ΔΕΠΥ έχουν δυσκολίες στην κοινωνική συναναστροφή με τους συνομηλίκους κυρίως στο να συνδεθούν και να εναρμονιστούν με τις συμπεριφορές των υπολοίπων παιδιών.
Ακόμη και τα παιδιά με ΔΕΠΥ του Υπότυπου που προεξάρχει η Απροσεξία αντιμετωπίζουν έντονες δυσκολίες στις σχέσεις τους με τους συνομηλίκους. Αν και δεν επιδεικνύουν επιθετικές ή υπερκινητικές συμπεριφορές, μοιάζουν να είναι «ονειροπόλα», αγχωμένα και συχνά κινούνται με αργούς ρυθμούς. Επίσης φαίνεται να είναι πιο ντροπαλά και απομονωμένα σε σχέση με τα παιδιά που έχουν ΔΕΠΥ Υπερκινητικού Υπότυπου και με τα υπόλοιπα παιδιά που δεν έχουν ΔΕΠΥ.
Συχνά αποτελέσματα των παραπάνω δυσκολιών στην κοινωνική συμπεριφορά είναι η απόρριψη από τους συνομηλίκους και η ύπαρξη λίγων ή κανενός φίλου. Επιστημονικές έρευνες έδειξαν ότι τα παιδιά με ΔΕΠΥ συχνά απορρίπτονται από τους συνομήλικούς τους, ότι οι συμμαθητές τους λένε πως δε θέλουν να τους έχουν φίλους ή ότι δεν τους συμπαθούν. Εξίσου απορριπτική είναι η στάση και των «δημοφιλών» παιδιών απέναντί τους καθώς και παιδιών που τους γνωρίζουν για πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Επίσης, τα παιδιά με ΔΕΠΥ συχνά δεν έχουν σταθερές δυαδικές φιλίες, οι δε γονείς και δάσκαλοι θεωρούν ότι έχουν λιγότερες στενές φιλίες σε σχέση με αυτό που νομίζουν τα ίδια τα παιδιά.
Αυτές οι δυσκολίες είναι εμφανείς από νωρίς καθώς μια έρευνα σε πληθυσμό παιδιών με διάγνωση ΔΕΠΥ, ηλικίας 7-9 ετών, έδειξε ότι το 52% των παιδιών είχαν απορριφθεί από την ομάδα των συνομηλίκων και μόνο το 1% αυτών ήταν δημοφιλή ανάμεσα στους συνομηλίκους. Από άλλες επιστημονικές μελέτες έχει φανεί ότι αυτές οι δυσκολίες αυτές στις φιλικές σχέσεις οφείλονται στη ΔΕΠΥ αυτή καθαυτή και όχι στη συνύπαρξη της με προβλήματα συμπεριφοράς ή με άγχος.
Τα προβλήματα με τους φίλους ακολουθούν τα παιδιά με ΔΕΠΥ όπου κι αν πάνε.
Οι κοινωνικές δυσκολίες των παιδιών με ΔΕΠΥ φαίνονται σχεδόν αμέσως όταν προσπαθήσουν να ενταχθούν σε νέες κοινωνικές ομάδες (με παιδιά που δεν γνωρίζουν από πριν). Η δυσκολία στις κοινωνικές – φιλικές σχέσεις των παιδιών με ΔΕΠΥ, ξεπερνά σε μέγεθος τη δυσκολία που αντιμετωπίζουν παιδιά με άλλου είδους ψυχολογικές διαταραχές όπως κατάθλιψη, άγχος, μαθησιακές δυσκολίες ή προβλήματα συμπεριφοράς.
Όλες αυτές οι δυσχέρειες στην ομαλή κοινωνικοποίηση και στη δημιουργία και διατήρηση φιλικών σχέσεων μπορεί να οδηγήσουν στην αύξηση των προβλημάτων συμπεριφοράς, στην εμφάνιση συναισθηματικών διαταραχών και στην πτώση της ακαδημαϊκής επίδοσης των παιδιών με ΔΕΠΥ.
Βέβαια, οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα παιδιά με ΔΕΠΥ με τους συνομηλίκους τους δεν μπορεί να εξηγηθούν μόνο από την έλλειψη κοινωνικών ικανοτήτων που συχνά παρουσιάζουν αλλά αιτίες θα πρέπει να αναζητηθούν και στη συμβολή που έχει η ίδια η ομάδα των συνομηλίκων σε αυτό το φαινόμενο περιθωριοποίησης και κοινωνικής απομόνωσής τους, με συμπεριφορές που μπορεί να ενισχύουν αυτό το αίσθημα αντιπάθειας που αναπτύσσεται απέναντι στα παιδιά με ΔΕΠΥ. Φαινόμενα όπως η κοινωνική υποτίμηση και ο στιγματισμός των παιδιών που αντιπαθούν ή κοροϊδεύουν οι άλλοι, η περιθωριοποίηση των παιδιών που είναι λίγο «διαφορετικά», καθώς και η προκατάληψη εναντίον όσων ακούγεται ότι είναι «δύσκολα παιδιά που δεν παίζουν καλά», αποτελούν σημαντικούς παράγοντες που μπορεί να εντείνουν τα προβλήματα των παιδιών με ΔΕΠΥ με την ομάδα των υπολοίπων παιδιών.
Τέρψη Κόρπα, Παιδοψυχίατρος