Η υπεριδρωσία χαρακτηρίζεται από υπερβολική έκκριση ιδρώτα από τους εκκρινείς ιδρωτοποιούς αδένες. Είναι μια σχετικά συχνή νόσος και οφείλεται σε διαταραχή του συμπαθητικού νευρικού συστήματος
Η πρωτοπαθής είναι συνήθως εστιακή και αφορά παλάμες, πέλματα, μασχάλες, πρόσωπο.
Η δευτεροπαθής είναι γενικευμένη και αφορά όλο το σώμα.
Η υπεριδρωσία επηρεάζει την ποιότητα ζωής των πασχόντων. Διαταράσσεται η προσωπική, κοινωνική και επαγγελματική ζωή τους. Βρίσκονται σε αμηχανία και διστάζουν να αθληθούν ή ακόμη και να χαιρετήσουν διά χειραψίας .
Ως εκλυτικά αίτια αναφέρονται το stress, η νικοτίνη, η καφεΐνη, το αλκοόλ και η αυξημένη θερμοκρασία του περιβάλλοντος.
Η έκκριση ιδρώτα είναι αυξημένη κατά 10-30 φορές, με αποτέλεσμα μεγάλες απώλειες υγρών και αφυδάτωση.
Επιδημιολογία
Προσβάλλει εξίσου τα δύο φύλα σε ποσοστό 0,6%-2,9%. Η έναρξη συμβαίνει συνήθως τη δεύτερη με τρίτη δεκαετία της ζωής. Υπολογίζεται ότι το 62% των πασχόντων έχουν κάποιο συγγενή που εμφανίζει το ίδιο πρόβλημα.
Αιτιοπαθογένεια
Η αυξημένη έκκριση ιδρώτα οφείλεται σε δυσλειτουργία του αυτόνομου νευρικού συστήματος, που ελέγχει τη λειτουργία των ιδρωτοποιών αδένων. Εχει βρεθεί διαταραχή στο χρωμόσωμα 14 και σε κάποια γονίδια.
Η δευτεροπαθής υπεριδρωσία συνδέεται με διάφορες διαταραχές του οργανισμού, π.χ. νευρολογικές, κακοήθειες, φάρμακα, μεταβολικές.
Σε κάθε περίπτωση, απαιτούνται έλεγχος και διάγνωση της υποκείμενης νόσου πριν από την έναρξη της θεραπείας.
Διάγνωση
Για τη διάγνωση της εστιακής πρωτοπαθούς υπεριδρωσίας χρειάζεται να υπάρχει παθολογικά αμφοτερόπλευρη αυξημένη εφίδρωση σε παλάμες, πέλματα ή κεφαλή για χρόνο μεγαλύτερο από έξι μήνες, η οποία να συνοδεύεται με δύο από τα παρακάτω:
- Συμμετρική και αμφοτερόπλευρη εντόπιση
- Ενα επεισόδιο την εβδομάδα
- Επίδραση στην καθημερινότητα του ασθενούς
- Εναρξη πριν από τα 25 έτη
- Υποχώρηση κατά τον ύπνο
- Οικογενειακό ιστορικό
- Υπάρχουν δύο μέθοδοι που βοηθούν στην καταγραφή του εύρους και της κατανομής της πρωτοπαθούς εστιακής υπεριδρωσίας:
- Δοκιμασία αμύλου – ιωδίου του Minor
- Σταθμιστική μέθοδος
Η διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει τα αίτια της δευτεροπαθούς υπεριδρωσίας
- Θεραπεία
- Οσον αφορά τη δευτεροπαθή υπεριδρωσία, η διάγνωση και η θεραπεία της υποκείμενης νόσου βοηθούν στη βελτίωσή της.
- Οι θεραπείες που αφορούν την εστιακή υπεριδρωσία είναι οι εξής:
Γενικά μέτρα: Καλή υγιεινή, δροσερό περιβάλλον, αποφυγή των παραγόντων που επιδεινώνουν την εφίδρωση, από του στόματος υγρά λόγω διαταραχής ηλεκτρολυτών.
Τοπικά αντιχολινεργικά: Διαλύματα γλυκοπυρρολάτης 0,5%-2%.
Ιοντοφόρηση: Δηλαδή, η δίοδος ρεύματος μέσα από λουτρό ύδατος και εισαγωγή ιόντων στο δέρμα, με αποτέλεσμα την απόφραξη των εκφορητικών πόρων των ιδρωτοποιών αδένων. Χρειάζονται 3-4 συνεδρίες την εβδομάδα, για είκοσι λεπτά η καθεμία. Απαιτούνται συχνές επαναληπτικές θεραπείες.
Μεταλλικά άλατα: Χρησιμοποιούνται τα άλατα αλουμινίου. Υπάρχουν στο εμπόριο σε συγκεντρώσεις 1%-2%, ενώ σαν φάρμακα χρησιμοποιούνται σε συγκεντρώσεις 12,5%-35%. Τα άλατα αλουμινίου φράσουν τον επιδερμιδικό πόρο του εκκρινούς ιδρωτοποιού αδένα και προκαλούν ατροφία και νέκρωση σε κυτταρικό επίπεδο. Η πιο συχνή ανεπιθύμητη ενέργεια είναι η ερεθιστική δερματίτιδα.
Συστηματική αγωγή:
Κατά καιρούς έχουν χορηγηθεί β-αδρενεργικοί αναστολείς, αντιχολινεργικά και παράγοντες που αποκλείουν τους διαύλους ασβεστίου. Υπάρχουν ανεπιθύμητες ενέργειες, όπως δυσκοιλιότητα, ξηροστομία, θάμβος όρασης και επίσχεση ούρων.
Θεραπεία με αλλαντική τοξίνη:
Γίνονται εγχύσεις τοπικά. Αυτή είναι μία μέθοδος η οποία χρησιμοποιείται ευρέως τα τελευταία χρόνια σε μέτριες ή σοβαρές μορφές εστιακής υπεριδρωσίας.
Η αλλαντική ή βοτουλινική τοξίνη ( botulinum toxin BTX ) είναι μια ισχυρή νευροτοξίνη, που παράγεται από το gram θετικό αναερόβιο clostridium botulinum. Η BTX-A δρα στις προσυναπτικές μεμβράνες των μεταγαγγλιακών χολινεργικών νευρικών ινών και διακόπτει την απελευθέρωση ακετυλοχολίνης.
Στις παλάμες και τα πέλματα οι εγχύσεις γίνονται έπειτα από τοπική αναισθησία με λιδοκαΐνη ή τοπική αναισθητική κρέμα, παγοκύστες ή εφαρμογή ειδικού ψυκτικού για αθλητικές κακώσεις. Στις μασχάλες η ενέσιμη εφαρμογή δεν απαιτεί αναισθησία.
Οι ενέσεις γίνονται ενδοδερμικά. Οι θέσεις έγχυσης απέχουν περίπου 2 cm μεταξύ τους.
Η μείωση της έκκρισης ιδρώτα παρατηρείται μεταξύ της 2ης και της 14ης ημέρας από τη θεραπεία. Το 95% των ασθενών ανταποκρίνεται στη θεραπεία. Το θεραπευτικό αποτέλεσμα διαρκεί από 4 έως 19 μήνες ανάλογα με την περιοχή. Αυτό εξαρτάται και από τις κλιματολογικές συνθήκες της κάθε χώρας.
Στην Ελλάδα, η αναμενόμενη διάρκεια είναι 7 μήνες για τις μασχάλες και 5 μήνες για παλάμες – πέλματα. Ως ανεπιθύμητες ενέργειες αναφέρονται τοπικά αιματώματα και μυϊκή αδυναμία που μπορεί να κρατήσει έως δύο εβδομάδες. Για τον λόγο αυτό οι θεραπείες στα χέρια είναι καλό να απέχουν 14 ημέρες μεταξύ τους.
Η ως άνω θεραπεία είναι ασφαλής και καλά ανεκτή, εύκολη και αποτελεσματική και βελτιώνει σημαντικά την ποιότητα ζωής των ασθενών.
Χειρουργική αντιμετώπιση:
Αφορά περιπτώσεις που δεν ανταποκρίνονται στις ανωτέρω θεραπείες και περιλαμβάνει:
α) Αφαίρεση των ιδρωτοποιών αδένων της μασχάλης.
β) Ενδοσκοπική θωρακική συμπαθεκτομή.
Συμπεράσματα και μέλλον
Η υπεριδρωσία αφορά μεγάλο μέρος του πληθυσμού και επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα ζωής του. Σήμερα, με όλα τα θεραπευτικά μέσα που διαθέτουμε, μπορούμε να έχουμε αξιόλογα αποτελέσματα. Οι έρευνες συνεχίζονται σε γενετικό επίπεδο, με σκοπό να βρεθούν νέες θεραπευτικές μέθοδοι.
Βικτώρια
Γκαρέτσου
Δερματολόγος – Αφροδισιολόγος
v.garetsou@gmail.com