Συχνά, τον τελευταίο καιρό, έρχονται στο γραφείο μου άνθρωποι που υποφέρουν. Και όταν, μετά από πολλές συζητήσεις και αναλύσεις, μπορεί εγώ να προτείνω να κάνουν κάτι για να αλλάξουν την κατάσταση που τους κάνει να υποφέρουν, τότε εκείνοι αναφωνούν με φρίκη: «Μα αυτό θέλει πολλή δουλειά! Δεν έχω τη δύναμη να το κάνω όλο αυτό!».
Προτιμούν, δηλαδή, να βάζουν όλη τους τη δύναμη για να αντέξουν μια δυσάρεστη κατάσταση παρά για να την αλλάξουν – ή για να αλλάξουν τον τρόπο που οι ίδιοι τη βλέπουν και έτσι να νιώσουν καλύτερα.
Γιατί βέβαια το να αντέχεις και να υπομένεις μια δυσάρεστη κατάσταση δεν είναι κάτι απλό – απαιτεί πολύ κόπο, πολλή ενέργεια. Δεν είναι εύκολο να νιώθεις συνέχεια άσχημα, να σέρνεσαι, να τα βάζεις με τους πάντες και τα πάντα, να γκρινιάζεις διαρκώς. Κι επειδή δεν είναι εύκολο να υπομένεις το δυσάρεστο, πολλοί άνθρωποι καταλήγουν σε κάποιον εθισμό για να αντέξουν. Άλλωστε, είμαστε μια κοινωνία που έχει σαν σύνθημα «όταν νιώθεις άσχημα, κάνε κάτι για να το ξεχάσεις»!
Και βέβαια, όταν μιλάω για εθισμό, δεν αναφέρομαι απλώς στα σκληρά ναρκωτικά ή το αλκόολ, ούτε μόνο σε ουσίες που είναι παράνομες. Δυστυχώς στην εποχή μας υπάρχουν διάφορα αντικείμενα εθισμού που είναι νόμιμα και κοινωνικά αποδεκτά. Απολύτως αξιοσέβαστα άτομα εξαρτώνται από ένα νόμιμο χάπι για να ξυπνήσουν το πρωί, για να λειτουργήσουν, για να κοιμηθούν, ακόμα και για να κάνουν σεξ. Άλλα απολύτως αξιοσέβαστα άτομα, χρειάζονται να καπνίσουν νόμιμα τσιγάρα ή να πιούν νόμιμο αλκοόλ , ή ακόμα να τζογάρουν νόμιμα. Σήμερα υπάρχουν εθισμένοι στο σεξ, στο κινητό, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ακόμα και στη δουλειά! Πολλών ειδών διαφορετικοί εθισμοί για όλα τα γούστα.
Δυστυχώς όμως όλοι αυτοί οι εθισμοί όχι μόνο έχουν πολλών λογιών παρενέργειες, αλλά επιπλέον παγιδεύουν τον χρήστη (του χαπιού, της ουσίας, κλπ.) στην κατάσταση ακριβώς εκείνη που τον κάνει να υποφέρει. Ο εθισμός εμποδίζει την αλλαγή και διατηρεί ίδια τη δυσάρεστη κατάσταση. Πώς συμβαίνει αυτό; Ας τα πάρουμε από την αρχή.
Ένας άνθρωπος που υποφέρει δοκιμάζει κάτι (χάπι, ουσία, δραστηριότητα) για να νιώσει καλύτερα ή να ξεχαστεί. Αν αυτό το κάτι πράγματι τον βοηθήσει να νιώσει καλύτερα ή να ξεχαστεί, συνεχίζει να το κάνει μέχρι που εθίζεται σε αυτό. Ο εθισμός όμως κάνει τον άνθρωπο αυτό να νιώσει προσωρινά καλύτερα – οπότε δεν έχει την έντονη ανάγκη να βελτιώσει την κατάσταση. Ταυτόχρονα, δεν έχει και τη συγκρότηση για να σχεδιάσει και να επιφέρει μια πραγματική βελτίωση. Καθώς χρειάζεται όλο και περισσότερο από το αντικείμενο του εθισμού του για να νιώσει καλά, σύντομα αρχίζει να ασχολείται μόνο με την εξεύρεση του αντικειμένου αυτού. Οπότε, δεν υπάρχει πια ούτε κίνητρο, ούτε η ικανότητα για να λύσει το πρόβλημα που τον απασχολεί ή να βελτιώσει την κατάσταση που τον βασανίζει.
Με αυτόν τον τρόπο, ο εθισμός, ο οποιοσδήποτε εθισμός, κάνει τα πράγματα να μένουν ίδια. Η γυναίκα που υποφέρει στο γάμο της και παίρνει αντικαταθλιπτικά είναι απίθανο να καταφέρει να βελτιώσει τον γάμο αυτό, αλλά επίσης είναι απίθανο να καταφέρει και να χωρίσει. Ο άντρας που υποφέρει στη δουλειά του και πίνει, είναι απίθανο να καταφέρει να βελτιώσει κάτι στη δουλειά αυτή, αλλά είναι και απίθανο να καταφέρει να παραιτηθεί και να βρει μια άλλη δουλειά. Οι άνθρωποι εθίζονται για να ξεχάσουν ότι υποφέρουν και έτσι διατηρούν ίδια την κατάσταση που τους κάνει να υποφέρουν.
Γιατί όμως; Γιατί τόσοι άνθρωποι προτιμούν να υποφέρουν, να εθίζονται, να χαπακώνονται, παρά να αλλάζουν;
Ίσως γιατί υπάρχει ένα φαινόμενο γνωστό ως αντίσταση στην αλλαγή. Όσο κι αν υποφέρουμε με μια κατάσταση, υπάρχει κάτι μέσα μας που αντιστέκεται σε οποιαδήποτε προσπάθεια να τη βελτιώσουμε. ‘Ένας λόγος που πιθανώς συμβαίνει αυτό είναι ότι το άγνωστο είναι τρομακτικό. Πολλοί άνθρωποι προτιμούν το γνωστό που δεν τους αρέσει παρά το άγνωστο που δεν ξέρουν αν θα τους αρέσει ή όχι.
«Το έχω συνηθίσει πια», λένε. «Με αυτό ξέρω πώς να τα βγάλω πέρα. Με κάτι νέο, δεν θα ξέρω».
Ναι, αλλά έτσι καταδικάζουμε τον εαυτό μας σε έναν αέναο φαύλο κύκλο, σε μια διαρκή επανάληψη των ίδιων δυσλειτουργικών μοτίβων. Και είναι κρίμα. Γιατί πολλές φορές, αυτά που μας κάνουν να υποφέρουμε μπορούν να βελτιωθούν – αρκεί να το αποφασίσουμε και να δουλέψουμε γι’ αυτό. Και πολλές φορές, το νέο, αν και άγνωστο, μπορεί να αποδειχθεί πολύ καλύτερο από το παλιό.
Μάλιστα, είναι ενθαρρυντικό ότι συχνά, τα άτομα που έχουν πάρει την απόφαση να προσπαθήσουν να βελτιώσουν τη ζωή τους καταλήγουν να νιώθουν πιο καλά απλώς και μόνο λόγω της απόφασης αυτής. Το γεγονός ότι έχουν πάψει πια να βλέπουν τον εαυτό τους σαν ένα παθητικό άτομο που είναι καταδικασμένο να υποφέρει, και τον βλέπουν σαν ένα ενεργητικό άτομο που κρατάει τη ζωή του στα χέρια του, τους βοηθάει αυτόματα να νιώσουν καλύτερα έστω κι αν δεν έχει ακόμα βελτιωθεί πραγματικά η κατάσταση που τους έκανε να υποφέρουν.
Αντί λοιπόν να βάζουμε δύναμη για να αντέξουμε μια δυσάρεστη κατάσταση, θα ήταν πολύ προτιμότερο να βάλουμε δύναμη για να την αλλάξουμε. Να πάρουμε τα πράγματα στα χέρια μας και να τολμήσουμε να δουλέψουμε για μια νέα κατάσταση που θα είναι καλύτερη – ή που έστω θα την νιώθουμε εμείς καλύτερη επειδή δεν θα είμαστε πια στη θέση του «θύματος» που υπομένει αλλά του ελεύθερου και δυνατού ανθρώπου που αλλάζει!