Στέλιος Λουκίδης
Καθηγητής Πνευμονολογίας
Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ – Πρόεδρος Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας
Οι λοιμώξεις του αναπνευστικού αποτελούν μια σημαντική συνιστώσα της παγκόσμιας νοσηρότητας και θνητότητας. Δύο βασικές αιτιολογικοί παράμετροι διέπουν τις λοιμώξεις αναπνευστικού: Οι ιοί και τα βακτήρια. Τα βακτήρια μπορούν να διεισδύσουν στο αναπνευστικό σύστημα, προκαλώντας λοιμώξεις που κυμαίνονται από ήπιες έως σοβαρές. Ο στρεπτόκοκκος της πνευμονίας γνωστός και ως πνευμονιόκοκκος αποτελεί πρωταρχικό παράγοντα που συμβάλλει στην πνευμονία, ειδικά σε άτομα ηλικίας >65 ετών ή/και με χρόνια υποκείμενα νοσήματα προεξαρχόντων αυτών με χαμηλή άμυνα. Μπορεί επίσης να είναι υπεύθυνος για την ιγμορίτιδα και τη μέση ωτίτιδα, καθιστώντας τον ένα ευέλικτο αλλά ιδιαίτερα παθογόνο του αναπνευστικού. Ο πνευμονιόκοκκος είναι η πιο κοινή αιτία βακτηριακής πνευμονίας που αποκτάται από την κοινότητα.
Η πνευμονιοκοκκική πνευμονία τυπικά εμφανίζεται απότομα με ρίγη και υψηλό πυρετό που συχνά ακολουθείται από παραγωγικό βήχα και πλευριτικό πόνο. Τα συμπτώματα είναι συχνά λιγότερο έντονα στους ηλικιωμένους και σε ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς. Η συλλογή υγρού είναι η πιο συχνή επιπλοκή της πνευμονιοκοκκικής πνευμονίας. Τα πνευμονικά αποστήματα και η περικαρδίτιδα που προκύπτουν από τοπική επέκταση της πνευμονικής λοίμωξης είναι σχετικά σπάνιες αλλά καλά αναγνωρισμένες επιπλοκές της πνευμονιοκοκκικής πνευμονίας. Η νοσοκομειακή θνησιμότητα έχει υπολογιστεί στο 15%. Οι προγνωστικοί παράγοντες περιλαμβάνουν την ηλικία, τις υποκείμενες ασθένειες, την έκταση και τις επιπλοκές της λοίμωξης και την έγκαιρη αποτελεσματική αντιβιοτική θεραπεία.
Η συχνότητα των πνευμονιοκοκκικών ασθενειών κορυφώνεται τους χειμερινούς μήνες σε εύκρατα κλίματα. Η εποχικότητα αποδίδεται σε πολλούς παράγοντες όπως η χαμηλότερη υγρασία, ο συνωστισμός σε εσωτερικούς χώρους, οι σχετικές ιογενείς λοιμώξεις, ο κρύος καιρός και η ατμοσφαιρική ρύπανση. Η συχνότητα εμφάνισης υπολογίζεται σε 1/1000 ενήλικες ετησίως.
Η βασική παρέμβαση στην αντιμετώπιση του είναι η αντιβιοτική αγωγή. Φυσικά το σημαντικό βήμα σε κάθε νόσο είναι η πρόληψη. Η πρόληψη επιτυγχάνεται μέσω του εμβολιασμού. Σε ποιες ομάδες απαιτείται ο εμβολιασμός κατά του πνευμονιόκοκκου?
Α) Ενήλικες ≥65 ετών
Β) Άτομα ηλικίας 18 ως 64 ετών με υποκείμενα νοσήματα(χαμηλή άμυνα, χρόνια καρδιοπάθεια (εξαιρείται η υπέρταση), χρόνια ηπατική νόσο, χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, χρόνια πνευμονοπάθεια, σακχαρώδη διαβήτη, αλκοολισμό ή που είναι καπνιστές).
Στα μέχρι τώρα δεδομένα υπάρχουν δύο κύριοι τύποι εμβολίων πνευμονιόκοκκου που χρησιμοποιούνται: εμβόλιο πολυσακχαρίτη πνευμονιόκοκκου (PPV) και συζευγμένα εμβόλια πνευμονιόκοκκου (PCV). Το πιο σύγχρονο εμβόλιο είναι το PCV20 που μπορεί να χορηγηθεί εφ’ άπαξ αντί του ισχύοντος διπλού εμβολιασμού με το PCV13 (το εκλαϊκευμένα λεγόμενο εφ΄ όρου ζωής) και το 23δύναμο πολυσακχαριδικό εμβόλιο (PPSV23 το εκλαϊκευμένα λεγόμενο πενταετές), αναιρώντας τα βασικά μειονεκτήματα του PPSV23, όπως η προοδευτική ελάττωση του τίτλου των αντισωμάτων μετά τον εμβολιασμό – γεγονός που επιβάλλει την επανάληψη του συγκεκριμένου εμβολίου μετά την πάροδο πενταετίας – και η έλλειψη σημαντικού οφέλους κάλυψης έπειτα από δύο εμβολιασμούς.
Έτσι λοιπόν σήμερα συνιστάται η διενέργεια μιας δόσης συζευγμένου πνευμονιοκοκκικού εμβολίου PCV20. Μετά τον εμβολιασμό με PCV20 δε συνιστάται να ακολουθήσει η χορήγηση άλλου τύπου εμβολίου. Στα άτομα που έχουν λάβει μόνο μια δόση PCV13 συνιστάται να λάβουν μια δόση PCV20 τουλάχιστον 1 χρόνο αργότερα, προκειμένου να ολοκληρώσουν τον εμβολιασμό τους. Σε άτομα που έχει τυχόν προηγηθεί το PPSV23, ακολουθεί το PCV20 ένα έτος αργότερα. Σε άτομα που έχουν λάβει το PCV13 και το PPSV23 συνιστάται να ακολουθήσει η χορήγηση του PCV20, μετά την παρέλευση πενταετίας από τον τελευταίο εμβολιασμό.
Είναι ένα σημαντικό βήμα για την πρόληψη της λοίμωξης από πνευμονιόκοκκο η διενέργεια εμβολιασμού.