Κωνσταντίνος Κουσκούκης
Καθηγητής Δερματολογίας – Νομικός
Πρόεδρος Ελληνικής Ακαδημίας Ιαματικής Ιατρικής, Πρόεδρος Ελληνικού Συνδέσμου Τουρισμού Υγείας, Πρόεδρος Παγκόσμιας Ακαδημίας Κινεζικής & Συμπληρωματικής Ιατρικής τ. Aντιπρύτανης –
Γεν. Γραμμ. Υπουργείου Παιδείας
Η ψωρίαση είναι μια συχνή, συστηματική, χρόνια, φλεγμονώδης δερματοπάθεια που οφείλεται στο συνδυασμό πολυγονιδιακής προδιάθεσης και εξωγενών εκλυτικών παραγόντων, είναι δε δυνατόν να σχετίζεται με αρκετές νοσηρότητες, όπως στεφανιαία νόσο, υπέρταση, υπερλιπιδαιμία και σακχαρώδη διαβήτη. Οι ψωρισιακοί ασθενείς είναι συχνά παχύσαρκοι, καταναλωτές αλκοόλ, καπνιστές και πάσχουν από κατάθλιψη και αγχώδη συνδρομή.
Οι εκλυτικοί παράγοντες σε γενετικά προδιατεθειμένα άτομα δυνάμενα να εμφανίσουν την ψωρίαση, που διακρίνονται σε ενδογενείς και εξωγενείς, είναι: τραυματισμός, τριβή, εποχικοί παράγοντες (όπως υγρό και ψυχρό κλίμα) και λοιμώξεις του αναπνευστικού, του γαστρεντερικού και του ουροποιητικού συστήματος.
Το στρες παίζει σημαντικό ρόλο σε ένα μεγάλο ποσοστό των εξάρσεων υπό μορφή ψωριασιόμορφων εξανθημάτων τα οποία μπορεί να οφείλονται και σε φάρμακα, όπως λίθιο, ιντερφερόνη, Β-αδρενεργικοί αναστολείς, ανθελονοσιακά και συστηματικά κορτικοστεροειδή.
Επιδημιολογικά στοιχεία
Η ψωρίαση αφορά περίπου το 3% του πληθυσμού παγκοσμίως και στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό είναι 2 έως 2,5%, όπου και υπερέχουν οι άντρες έναντι των γυναικών.
Η σημαντικότερη κλινική μορφή της ψωρίασης είναι η κατά πλάκας ψωρίαση, που χαρακτηρίζεται από ροδόχροες πλάκες που καλύπτονται από αργυρόχροα λέπια και αφορά περίπου το 80% των περιστατικών, ενώ σπανιότερες μορφές είναι η σταγονοειδής, η φλυκταινώδης, η ερυθροδερμική και η ανάστροφη ψωρίαση.
Οι περιοχές του σώματος που προσβάλλονται συχνότερα είναι οι αγκώνες, τα γόνατα, ο κορμός και συχνά τα νύχια, τα οποία περίπου στο 30% των περιπτώσεων αποτελούν και το σημείο πρωταρχικής εμφάνισης της νόσου.
Οι περισσότερες περιπτώσεις ψωρίασης εμφανίζονται πριν από την ηλικία των 40 ετών, ειδικότερα σε ηλικία 20-30 ετών, ενώ παρατηρείται έξαρση και στην ηλικία 50-60 ετών. Η κληρονομική προδιάθεση της ψωρίασης εκφράζεται με τον υψηλό κίνδυνο ψωρίασης στους απογόνους που φθάνει το 50% όταν και οι δύο γονείς πάσχουν, το 16% όταν πάσχει μόνο ένας γονέας και το 8% όταν υπάρχει προσβολή ενός αδελφού.
Οδυνηρή ασθένεια
Η ψωρίαση δεν είναι απλώς ένα αισθητικό πρόβλημα, αλλά μια μακράς διαρκείας και πολλές φορές οδυνηρή ασθένεια η οποία επηρεάζει και τις μικρότερες πτυχές της καθημερινής ζωής των ασθενών, ενώ η ψωριασική αρθρίτιδα και οι συννοσηρότητες επιφέρουν εξουθενωτικά συμπτώματα και επιβαρύνουν τη γενική κατάσταση των ασθενών.
Η αρνητική επίδραση στην ποιότητα της ζωής των πασχόντων από ψωρίαση, καθώς και τα γενικότερα συμπτώματα, επιβάλλουν θεραπευτική αντιμετώπιση η οποία θα πρέπει να εξατομικεύεται και να συνυπολογίζονται η βαρύτητα, η έκταση, η μορφή της νόσου, καθώς και η ηλικία των πασχόντων.
Θεραπεία
Η θεραπευτική προσέγγιση γίνεται σε τρεις βασικούς άξονες: α) στην τοπική εφαρμογή φαρμάκων, β) στη χρήση υπεριώδους ακτινοβολίας ως φωτοθεραπεία, γ) στη χορήγηση φαρμάκων από το στόμα είτε σε ενέσιμη μορφή, τα οποία στοχεύουν στις ευρύτερες φλεγμονώδεις λειτουργίες και δ) στην εφαρμογή συμπληρωματικών μεθόδων της Ιαματικής Ιατρικής με τη χρήση των ιαματικών φυσικών πόρων υπό μορφήν υδροθεραπείας, πηλοθεραπείας και θαλασσοθεραπείας. Οι τοπικές θεραπείες εφαρμόζονται στην ήπια ψωρίαση, ενώ οι συστηματικές θεραπείες, όπως κυκλοσπορίνη, μεθοτρεξάτη και βιολογικές θεραπείες, εφαρμόζονται στη μέτρια και σοβαρή ψωρίαση. Παρ’ όλα αυτά, σήμερα υπάρχει έντονη ανάγκη για αποτελεσματικότερη θεραπεία της μέτριας και της σοβαρής ψωρίασης καθώς περίπου το 50% των ασθενών δεν είναι ικανοποιημένοι από τις εφαρμοζόμενες θεραπείες.
Η επιλογή του θεραπευτικού πρωτοκόλλου που πρέπει να εξατομικεύεται, εξαρτάται κυρίαρχα από τον θεράποντα δερματολόγο, ακολουθώντας τις εξελίξεις της σύγχρονης φαρμακολογίας, μην απορρίπτοντας όμως και τις θεραπευτικές ιδιότητες των ιαματικών φυσικών πόρων, πεδίο εφαρμογής και έρευνας της Ελληνικής Ακαδημίας Ιαματικής Ιατρικής.
Πηλοθεραπεία
Η Πηλοθεραπεία (ιλυοθεραπεία – λασποθεραπεία) είναι η εφαρμογή πηλού ή λάσπης που έχει «ωριμάσει» σε πάσχοντα σημεία του σώματος με εμβάπτιση του σώματος σ’ αυτόν και με ολική ή μερική επάλειψη. Η βαθιά δράση της λάσπης αποδίδεται κυρίως στις υψηλές θερμοκρασίες περίπου 40οC, επειδή τα ιόντα του θείου και του ραδονίου απορροφώνται ευκολότερα με αυτό τον τρόπο.
Ο ιαματικός, όμως, πηλός δεν αποτελεί ένα απλό μίγμα στερεού υποστρώματος και ιαματικού νερού, καθώς το χώμα επιλέγεται από εδάφη ηφαιστιογενή, από προσχώσεις και έλη και ωριμάζει με το ιαματικό νερό για πολλούς μήνες ή χρόνια υφιστάμενο ζυμωτικές επεξεργασίες. Έτσι, αποκτά φυσικοχημικές ιδιότητες με την παρουσία ζώντων οργανισμών που διευκολύνουν την απορρόφηση του θείου και του ραδονίου τα οποία δρουν θεραπευτικά.
Στην πηλοθεραπεία ο μηχανισμός δράσης ποικίλλει, καθώς οι πηλοί με τα οργανικά και ανόργανα συστατικά και ιόντα που περιέχουν ασκούν ποικίλες δράσεις:
α) Η καταπραϋντική και χαλαρωτική δράση από τη θερμότητα διοχετεύεται από τη λάσπη, ενώ αυξάνει και την τοπική αιμάτωση με αποτέλεσμα την απομάκρυνση ουσιών που θεωρούνται υπεύθυνες για τη φλεγμονή.
β) Η δράση της ασκούμενης υδροστατικής πίεσης επιφέρει χαλάρωση του μυϊκού σπασμού, ενώ η δράση της άνωσης προκαλεί ελάττωση της βαρύτητας.
γ) Η αντισηπτική δράση του πηλού οφείλεται στο αργίλιο που περιέχει το οποίο χρησιμοποιείται σαν αντισηπτικό και στυπτικό, όπως στο διάλυμα του Burrow το οποίο περιέχει οξείδιο του αργιλίου.
δ) Η αύξηση της ηλεκτρικής αγωγιμότητας και η μεταβολή της δυναμικότητας της μεμβράνης έχει ως αποτέλεσμα την κινητοποίηση ιόντων και τοξικών ουσιών.
ε) Η αύξηση της θερμότητας του σώματος κατά τη διάρκεια του λουτρού ενεργοποιεί τους ιδρωτοποιούς αδένες, με αποτέλεσμα την αποβολή τοξικών ουσιών και ιόντων, όπως επίσης ενεργοποιεί ένζυμα και ορμόνες με ευεργετικά αποτελέσματα για τον οργανισμό.
στ) Η τριβή του δέρματος με πηλό απομακρύνει τις στοιβάδες της κερατίνης, με αποτέλεσμα σμήγμα, σκόνη, τοξικές ουσίες και μικρόβια που φυσιολογικά υπάρχουν στο δέρμα να απομακρύνονται, ενώ συγχρόνως η επιδερμίδα γίνεται ευκολότερα διαπερατή σε ιόντα του μεταλλικού νερού και σε ποικίλες οργανικές και ανόργανες ουσίες.
Η θεραπευτική αγωγή με πηλό, η οποία καθορίζεται από τον ειδικό ιατρό του πηλοθεραπευτηρίου, περιλαμβάνει 21 εφαρμογές διάρκειας 20 λεπτών και γίνεται 3-4 ώρες μετά το φαγητό και κενή την ουροδόχο κύστη και το έντερο. Το πάχος του πηλού πρέπει να είναι τουλάχιστον 4-5 εκατοστά και να μην ξεπερνάει τα 10 εκατοστά.
Ακολουθεί καθαρισμός του λουόμενου με ιαματικό νερό θερμοκρασίας 37-38οC και διάρκεια παραμονής σε αυτό 10-20 min. και στη συνέχεια ανάπαυση σε ύπτια θέση για 30-60 min.
Θαλασσοθεραπεία
Η Θαλασσοθεραπεία είναι η θεραπευτική και καλλυντική δράση του θαλασσινού νερού, γνωστή από αιώνες, καθώς περιέχει ιχνοστοιχεία με αντιβιοτικές και βακτηριοστατικές ιδιότητες. Ο όρος θαλασσοθεραπεία υποδηλώνει αποκλειστικά και μόνο τη χρήση θαλασσινού νερού το οποίο δεν έχει υποστεί επεξεργασία και μπορεί να θερμανθεί, ώστε να ευνοείται η απορρόφηση των ιχνοστοιχείων από τους ανοικτούς πόρους του δέρματος.
Στη θαλασσοθεραπεία, ο μηχανισμός στηρίζεται στο γεγονός ότι το θαλασσινό νερό που έχει αντληθεί από τη θάλασσα πρόσφατα θερμαίνεται σε θερμοκρασία 35-37 οC και έτσι ενεργοποιούνται αρνητικά ιόντα τα οποία διεισδύουν στο σώμα μέσω του δέρματος, μεταφέροντας σε κάθε όργανο τα ζωτικά στοιχεία της θάλασσας. Επιπλέον, το γεγονός ότι η σύσταση του θαλασσινού νερού είναι παρόμοια με αυτή των ανθρώπινων κυττάρων δίνει τη δυνατότητα για γρήγορο, άμεσο και βαθύ αποτέλεσμα.
Σύμφωνα με το μηχανισμό της θαλασσοθεραπείας, η επιδερμίδα μας φορτίζεται αρνητικά, αλλά το βαθύτερο στρώμα της θετικά, με αποτέλεσμα το ηλεκτρολυτικό ρεύμα να κατευθύνεται από την αρνητική προς τη θετική κατεύθυνση. Αρχικά τα αρνητικά ιόντα κινούνται μέσω της επιδερμίδας στο χόριο, όπου προσλαμβάνονται από τα τριχοειδή και στη συνέχεια οδηγούνται στο αίμα και μέσω αυτού σε όλα τα όργανα του σώματος.
Η θετική επίσης βιολογική δράση του κλίματος και του θαλάσσιου περιβάλλοντος ασκεί τονωτική επίδραση σε όλες τις λειτουργίες του ανθρώπινου οργανισμού μέσω της ηλιακής ακτινοβολίας, του όζοντος, του ιωδίου, του ιονισμού της ατμόσφαιρας και των θαλάσσιων λουτρών. Επίσης, το θαλάσσιο κλίμα ασκεί και καταπραϋντική επίδραση που οφείλεται στη σχετική σταθερότητα της θερμοκρασίας, της υγρασίας και της ατμοσφαιρικής πίεσης.
Ο χρόνος που απαιτείται για την ολοκλήρωση του μηχανισμού θαλασσοθεραπείας, έτσι ώστε να γίνει πλήρης διείσδυση των ενεργών στοιχείων του θαλασσινού νερού στον ανθρώπινο οργανισμό, είναι τουλάχιστον 20 λεπτά, χρόνος ο οποίος συστήνεται ως η ελάχιστη παραμονή των ατόμων μέσα στις πισίνες με θαλασσινό νερό στα κέντρα θαλασσοθεραπείας.
Στη σύγχρονη θαλασσοθεραπεία χρησιμοποιούνται εκτός από το θαλασσινό νερό και σκευάσματα που περιέχουν φύκια ή εκχυλίσματα φυκιών. Ορισμένα είδη φυκιών περιέχουν ανόργανα άλατα και ιχνοστοιχεία σε συγκεντρώσεις ακόμη και 50.000 φορές μεγαλύτερες των αντίστοιχων στο θαλασσινό νερό. Η διαδερμική δράση του νερού και των φυκιών εμφανίζεται λόγω της εισχώρησης των ιόντων τα οποία ενυδατώνουν τα επιδερμικά κύτταρα με ταυτόχρονη διάλυση των επιφανειακών λιποκυττάρων. Οι αντιφλεγμονώδεις και καταπραϋντικές δράσεις των θαλάσσιων οργανισμών είναι γνωστές, και μάλιστα συχνά χρησιμοποιούνται και σε καλλυντικά σκευάσματα ως τα δραστικά συστατικά τους.
Πρόσφατα, με τη βοήθεια της βιοτεχνολογίας, ανακαλύφθηκε ότι πολλά ζώα και φυτά της θάλασσας προσφέρουν χρήσιμα συστατικά στη φαρμακολογία, διαιτολογία και κοσμετολογία, καθώς η λάσπη από το βυθό της θάλασσας επιδρά θεραπευτικά στο ανθρώπινο σώμα και δίνει, ειδικά στο δέρμα, σημαντική προστασία από διάφορες ασθένειες. Επίσης, το ιώδιο, το πλαγκτόν, τα φύκια, το χαβιάρι με τα πολύτιμα συστατικά του, το θαλάσσιο κολλαγόνο προσφέρουν έντονη ενυδάτωση στο δέρμα, ώστε να ακτινοβολεί φρεσκάδα και υγεία.
Στον χώρο της ομορφιάς και της αισθητικής, η θαλασσοθεραπεία, η φυκοθεραπεία και η θαλάσσια βιοκοσμετολογία βρίσκουν καθημερινή εφαρμογή τόσο στο πρόσωπο, όσο στο σώμα και τα μαλλιά.