Γράφει η Αγγελική Αϊβάτογλου, Ψυχοθεραπεύτρια – Κοινωνιολόγος – Ομαδική Αναλύτρια της Ελληνικής Εταιρείας Αντιρευματικού Αγώνα
Από τον Μάρτιο του 2020 η λέξη πανδημία χτύπησε για τα καλά την πόρτα και στην χώρα μας, φέρνοντας μας αντιμέτωπους με έναν νέο για τα δεδομένα ιό, που ονομάζεται Covid-19 ή κοινώς κορωνοϊός. Ένα συνονθύλευμα συναισθημάτων κατέκλυσε τον άνθρωπο, ο οποίος κλήθηκε να αντιμετωπίσει μια πρωτόγνωρη κατάσταση τόσο στην προσωπική όσο και στην κοινωνική και επαγγελματική του ζωή.
Στο επίκεντρο βρέθηκαν οι ευάλωτες κοινωνικές ομάδες ή ομάδες υψηλού κινδύνου, όροι που έγιναν ευρέως γνωστοί, ίσως περισσότερο από κάθε άλλη φορά, στο κοινωνικό σύνολο. Σύμφωνα με έναν κοινωνιολογικό ορισμό, ευάλωτες ή ευπαθείς κοινωνικές ομάδες ονομάζονται εκείνες οι ομάδες του πληθυσμού που έχουν περιορισμένη ή καθόλου δυνατότητα πρόσβασης σε κοινωνικά και δημόσια αγαθά και δυσκολεύονται ή αδυνατούν σε πολλά επίπεδα και τομείς να έχουν ποιότητα ζωής (στέγη, εργασία, ικανοποιητικό εισόδημα, εκπαίδευση, ιατρική περίθαλψη, κοινωνική ασφάλιση κ.ά.). Πρόκειται για άστεγους, άνεργους, ανθρώπους με αναπηρία, πάσχοντες από παθολογικά προβλήματα και ψυχικές ασθένειες, καρκινοπαθείς, πάσχοντες από ρευματικά αυτοάνοσα νοσήματα, κακοποιημένες γυναίκες, ανήλικους, ηλικιωμένους, πρόσφυγες, μετανάστες και πολλούς ακόμη.
Σε αυτή την περίοδο κρίσης και μέσα σε ένα πλαίσιο προστασίας της ανθρώπινης ζωής από την απειλή του Covid-19, οδηγηθήκαμε στον αποκλεισμό από τις κοινωνικές συνευρέσεις και τις εκδηλώσεις του κοινωνικού βίου εντείνοντας την αυτοαπομόνωση των ευάλωτων ομάδων, λόγω μειωμένης ψυχικής διάθεσης, ενοχών ή εσωτερίκευσης αισθημάτων κατωτερότητας και μειονεξίας και οδηγώντας αυτές τις ομάδες του πληθυσμού στον στιγματισμό και την περιθωριοποίησή τους. Ακόμη και η οικογένεια, όπου αποτελεί τον κατεξοχήν κοινωνικό ιστό λειτουργώντας υποστηρικτικά προς το κοινωνικά ευάλωτο μέλος, διαταράσσεται δημιουργώντας το δίπολο υγιές – νοσούν υποκείμενο και καθιστά το άτομο εκτεθειμένο απέναντι σε μια πραγματικότητα κοινωνικού εγκλεισμού και ιδρυματοποίησης του ακόμη και στο σπίτι του.
Παράλληλα, το εθνικό σύστημα υγείας, καλούμενο να υποστεί το βάρος του ιού, ένα βάρος δυσανάλογα μεγάλο για τις δυνατότητές του, που κατέληξε να γίνει και ο κύριος λόγος της έκκλησης και έπειτα υποχρέωσης (δια νόμου) να παραμείνουμε στα σπίτια μας,ανέδειξε την ανυπαρξία ενός οργανωμένου κράτους πρόνοιας, εκθέτοντας την συλλογική μας ευπάθεια. Η ελλειμματική γραφειοκρατική οργάνωση των υπηρεσιών αλλά και η ελλιπής ενημέρωση ως προς τα δικαιώματα και τις παροχές προς τους δικαιούχους, ενέτειναν την αδυναμία που αισθάνονται αυτές οι ομάδες του πληθυσμού, τους φόβους και τις ανασφάλειες για το μέλλον .
Ας ελπίσουμε πως στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, ο Κορωνοϊός πέρα από την ανάδειξη των κοινωνικών, οικονομικών και κρατικών ανισοτήτων που προϋπήρχαν στο παρασκήνιο, θα σταθεί αφορμή για την ύπαρξη μίας νέας, ισότιμης και φροντιστικής κοινωνίας για όλους.