Ταμπού απέναντι στην ψυχοθεραπεία

Home ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ Ταμπού απέναντι στην ψυχοθεραπεία
psycho therapy

Λογική και παράλογο. Ποιος μπορεί να ορίσει μια λογική σκέψη και να τη διαχωρίσει από τον παραλογισμό; Πρόκειται για έννοιες αντίθετες, αλλά και παράλληλες. Γιατί δεν υπάρχει άνθρωπος που δεν έχει επιθυμήσει κάτι που απαγορεύεται, που δεν έχει κυριευθεί από παράλογες φαντασιώσεις, που δεν έχει κάνει «περίεργες» σκέψεις, που δεν έχει αναρωτηθεί αν άραγε είναι ο μοναδικός που προβληματίζεται για το τί θα γινόταν αν…, αν ήταν διάσημος, αν επιτιθόταν στο αφεντικό του, αν είχε άπειρα χρήματα, αν πέθαινε, αν ήταν Θεός, αν έπεφτε το αεροπλάνο που επέβαινε, αν κοιμόταν με τη γυναίκα των ονείρων του, αν, αν αν…
 
Όλες αυτές οι σκέψεις, καθώς και άλλες αναρίθμητες εμφανίζονται στους ανθρώπους συχνά, αλλά εκφράζονται σπάνια. Αυτόμ στις περισσότερες περιπτώσεις, συμβαίνει διότι έχουμε την έμφυτη τάση να ντρεπόμαστε μπροστά στη θέα ή στη σκέψη κάποιας κατάστασης που αποκλίνει από το γενικότερο ηθικό και κοινωνικό σύστημα αξιών, στο οποίο έχουμε μάθει να υπακούμε. Μάλιστα, τούτη η «υπακοή» ή αλλιώς «συμμόρφωση» έχει εδραιωθεί ενστικτωδώς πολύ πρώιμα, στην παιδική ηλικία. Για την ακρίβεια, έχει τις ρίζες της στην περίοδο μεταξύ τριών και πέντε ετών, όπου το παιδί βιώνει τη φάση του οιδιποδείου συμπλέγματος.
 
Η κλινική εμπειρία, όπως επίσης έρευνες και παρατηρήσεις ετών, έχουν δείξει ότι στο πλαίσιο της οιδιπόδειας φάσης το παιδί επιθυμεί ερωτικά το γονέα του αντίθετου φύλου. Προφανώς, η ερωτική επιθυμία σε αυτή την περίοδο δεν έχει το χαρακτήρα της ενήλικης σεξουαλικότητας. Ωστόσο, χαρακτηρίζεται από ένα είδος παιδικού ερωτισμού, ο οποίος μπορεί να φτάσει ή και να ξεπεράσει σε φαντασία και ευρηματικότητα τα τεχνάσματα ενός ερωτευμένου ενήλικα. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, την εικόνα ενός μικρού αγοριού στην αγκαλιά της μαμάς του ή τα νάζια ενός κοριτσιού προς τον μπαμπά της, τα συνεχή παρακάλια ενός παιδιού να κοιμηθεί στο κρεβάτι των γονέων, μαζί με τους γονείς, ανάμεσα στους γονείς κ.ά. Πρόκειται για ανέλπιδες προσπάθειες από την πλευρά του παιδιού, να διεκδίκησει το γονέα-ερωτικό αντικείμενο από το γονέα του ίδιου φύλου, χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα αποπλάνησης και σαγήνης που διαθέτει μέσα από τη μικρή εμπειρία ζωής και έχει αποκτήσει από τα τρία-τέσσερα χρόνια της ύπαρξής του στον κόσμο.
 
Είναι προφανές πως δεν μιλούμε για τίποτε λιγότερο ή περισσότερο από αιμομικτικές επιθυμίες, οι οποίες προκύπτουν και εκφράζονται ασυνείδητα. Με άλλα λόγια, το παιδί δεν έχει συναίσθηση του έρωτά του, αλλά νιώθει αναγκασμένο να προσπαθεί αέναα να επιτύχει την εδραίωση μιας συμβιωτικής κατάστασης με το ερωτικό του αντικείμενο. Από την άλλη πλευρά, αντίθετες ασυνείδητες δυνάμεις πιέζουν προς την ανακατεύθυνση της ερωτικής επένδυσης του παιδιού προς κάποιο αντικείμενο ή κατάσταση που να είναι κοινωνικά αποδεκτό (όπως π.χ. αργότερα το σχολείο). Άλλως ειπείν, το περιβάλλον και οι άρρητοι κώδικες της κοινωνικής και ηθικής συμπεριφοράς ενσταλλάσουν στο παιδί την αίσθηση ότι οι αιμομικτικές του επιθυμίες και φαντασιώσεις είναι απαγορευμένες, για αυτό και θα πρέπει να παραιτηθεί από αυτές.
 
Για να το επιτύχει αυτό δημιουργεί τα «πρέπει». Έτσι, σταδιακά, αρχίζει να συμμορφώνεται στους κανόνες. Π.χ. το μικρό αγοράκι σκέφτεται «Δεν πρέπει να επιθυμώ τη μαμά μου, γιατί η μαμά ανήκει ερωτικά στον μπαμπά. Έτσι, θα ταυτιστώ με το μπαμπά, ώστε, όταν μεγαλώσω, να βρω μία γυναίκα σαν τη μαμά.» Σε αυτό ακριβώς το σημείο ξεκινούν μηχανισμοί ταύτισης με το γονέα του ίδιου φύλου. Το αγοράκι επιδιώκει να περνά χρόνο με το μπαμπά. Το κοριτσάκι φορά τα παπούτσια της μαμάς, ζητά να βάλει καλλυντικά και να γίνει μια μικρή κυρία κ.ο.κ. Φυσικά, όλα αυτά δεν γίνονται συνειδητά και δεν έχουν πάντα την ίδια εξέλιξη.
 
Αντίστοιχα παραδείγματα συγκρούσεων μεταξύ λογικής και παραλόγου, επιτρεπτού και μη επιτρεπτού, εμφανίζονται σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου. Έτσι, όλοι μας βιώνουμε συνεχείς ενδοψυχικές πάλες μεταξύ λογικής και παραφροσύνης ή μεταξύ επιθυμίας και απαγόρευσης. Η ψυχική υγεία αποτελεί το σημείο ισορροπίας μεταξύ των δύο αντίθετων δυνάμεων.
 
Όλες αυτές οι καταστάσεις εγείρουν ερωτήματα. Και η αλήθεια είναι πως όλοι είμαστε περίεργοι να μάθουμε τι γίνεται μέσα στην ψυχή μας. Όμως, όσο πιο τραυματισμένοι, φοβισμένοι  ή ευάλωτοι αισθανόμαστε, τόσο πιο δύσκολα είμαστε σε θέση να επιχειρήσουμε εσωτερικές ανασκαφές, να ασχοληθούμε με το τι μας συμβαίνει, να φέρουμε στην επιφάνεια κάποιο ενδεχόμενο τραύμα και στη συνέχεια να το επιλύσουμε. Πολύ απλά διότι κυριευόμαστε από την ιδέα ότι, όταν κάτι δεν το συζητάμε ή δεν το διερευνούμε, παύει να υπάρχει, κατά τον ίδιο τρόπο που ένα βρέφος λίγων μηνών ζωής αισθάνεται πως οτιδήποτε εξαφανίζεται από το οπτικό του πεδίο, παύει να υπάρχει.
 
Κάπως έτσι, προκύπτει το ταμπού απέναντι στην ψυχοθεραπεία και οι κατηγορηματικές τοποθετήσεις περί μη αναγκαιότητας οποιασδήποτε διαδικασίας ενδοσκόπησης. Ουσιαστικά, η εν λόγω προκατάληψη –όπως και κάθε προκατάληψη-, υποκρύπτει λανθάνοντες φόβους ότι θα έρθουν στην επιφάνεια θραύσματα «άρρωστων» σκέψεων, συναισθημάτων και φαντασιώσεων, που για καιρό βρίσκονται απωθημένα στο ασυνείδητο.
 
Τούτοι οι ενδεχόμενοι φόβοι φαίνεται να οδηγούν με τη σειρά τους σε ασυνείδητες σκέψεις όπως:: «αν σκαλίσω το τραύμα μου θα πονέσει» ή «καλά είμαι όσο δεν γνωρίζω αυτά που φοβάμαι να γνωρίσω» ή «αν πάω σε ψυχολόγο, οι άλλοι θα με θεωρήσουν ‘τρελό’» κ.ο.κ. Πρόκειται για ασυνείδητες διαγενεολογικές μεταβιβάσεις ή παλινδρομήσεις στα παρελθοντικά στερεότυπα, που έτειναν να δαιμονοποιήσουν ό, τι δεν μπορούσε να γίνει κατανοητό.
 
Επίσης, πίσω από τα ταμπού απέναντι στην ψυχοθεραπεία ενδέχεται να καιροφυλακτεί ο ασυνείδητος φόβος ότι μέσα από τη σχέση θεραπευτή-θεραπευόμενου θα επαναληφθούν ασυνείδητα μοτίβα δυσλειτουργικών σχέσεων (π.χ. ο φόβος κάποιου ατόμου ότι ο θεραπευτής θα είναι απορριπτικός, όπως ήταν και η μητέρα του).
 
Σίγουρα δεν είναι όλες οι θεραπευτικές και θεωρητικές προσεγγίσεις ταιριαστές σε όλους. Παρόλα αυτά, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το πλησίασμα στα συναισθήματα και στην ψυχή μας, είτε επιτυγχάνεται στο πλαίσιο μιας ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας είτε προσφέρεται μέσα από μια «θεραπευτική» ανθρώπινη σχέση, μπορεί να είναι ευεργετικό.
Βέρα Αθανασίου,
Ψυχολόγος PhD – Ψυχοθεραπεύτρια
verathanasiou@gmail.com
www.psychotherapy-athanasiou.gr
6936953968