Oποιος έχει επαφή με γονείς μικρών παιδιών, γνωρίζει ότι ένα από τα θέματα που τους απασχολούν περισσότερο είναι η διατροφή. Το πόσο πολύ έφαγε ή δεν έφαγε το παιδί είναι το μόνιμο θέμα συζήτησης για πολλά ζευγάρια με παιδιά. Έχει δε ενδιαφέρον ότι συνήθως οι γονείς θεωρούν πως το παιδί τους τρώει είτε λιγότερο είτε περισσότερο απ’ όσο «πρέπει». Στα τόσα χρόνια που δουλεύω ως παιδοψυχολόγος τολμώ να πω ότι δεν έχω συναντήσει σχεδόν ποτέ γονιό που να ήταν ικανοποιημένος από τις διατροφικές συνήθειες του παιδιού του.
Η τόσο μεγάλη εμπλοκή των γονιών στα θέματα της διατροφής των παιδιών τους είναι ένας από τους παράγοντες που συμβάλλουν στην τόσο μεγάλη εξάπλωση των διατροφικών διαταραχών στις μέρες μας. Η αγωνία των γονιών δημιουργεί φόρτιση και μπλοκάρει το παιδί, το οποίο στο τέλος καταλήγει να μην μπορεί πια να «ακούσει» το σώμα του, προκειμένου να αποφασίσει αν πεινάει, καθώς ακούει μόνο τη φωνή του γονιού που το νουθετεί: «Τρώγε» ή «μην τρως άλλο» (και αυτό το τελευταίο ακούγεται όλο και συχνότερα από χείλη γονιών)!
Οι διαρκείς παραινέσεις των γονιών σχετικά με τη διατροφή όχι μόνο επηρεάζουν τη στάση του παιδιού απέναντι στο φαγητό, αλλά –και αυτό είναι ακόμα πιο σημαντικό- επηρεάζουν και την εικόνα που έχει το παιδί για τον εαυτό του, την αυτό-εικόνα του.
Η αυτό-εικόνα ή η εικόνα σώματος είναι η αντίληψη και τα συναισθήματα που έχει ένα άτομο για το σώμα του και η οποία απορρέει από τις προσωπικές εμπειρίες του, την ιδιοσυγκρασία του και το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο ζει. Πολλοί μελετητές αποδίδουν στην εικόνα του σώματος τρεις διαστάσεις: α) τη γνωστική (πώς το άτομο «θεωρεί» την εξωτερική του εμφάνιση), β) τη συναισθηματική (πώς αισθάνεται σχετικά με την εμφάνισή του) και γ) την ιδεαλιστική (πώς επιθυμεί να φαίνεται).
Σε κάθε περίπτωση, η εικόνα σώματος δεν συνδέεται με αντικειμενικά κριτήρια ούτε επηρεάζεται από τα πραγματικά φυσικά χαρακτηριστικά του ατόμου, αλλά πολύ περισσότερο από τον τρόπο που αντιλαμβάνεται ότι τον βλέπουν οι άλλοι, καθώς επίσης και από τη σύγκριση που κάνει ανάμεσα στη δική του εικόνα και στην εικόνα άλλων ατόμων γύρω του (π.χ. συνομηλίκων, influencers κ.λπ.).
Βέβαια, την πρώτη εικόνα για το σώμα του το παιδί την αποκτά σε μικρή ηλικία και αυτή βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά πάνω στην ανατροφοδότηση που εισπράττει από τους γονείς του και από τους άλλους ενηλίκους στο άμεσο οικογενειακό περιβάλλον του. Στη συνέχεια το παιδί κουβαλάει μαζί του την εικόνα αυτή και δύσκολα την αλλάζει αργότερα, ακόμα κι αν τα πραγματικά δεδομένα αλλάξουν. Ένα παιδί που στα έξι του σχημάτισε την εικόνα ότι το σώμα του είναι χοντρό, δύσκολα θα δει το σώμα του ως λεπτό στα δεκαοκτώ του, ακόμα κι αν είναι πραγματικά αδύνατο πια.
Εύκολα καταλαβαίνουμε ποιες μπορεί να είναι οι συνέπειες, όταν ένα παιδί ακούει διαρκώς από μικρό «τρώγε» ή «μην τρως»:
α) σχηματίζει μια αρνητική εικόνα για το σώμα του, θεωρώντας πως είτε είναι πολύ χοντρό είτε υπερβολικά αδύνατο (αφού οι γονείς τόσο αγωνιούν να μην φάει ή να φάει),
β) συμπεραίνει ότι το σώμα του δεν λειτουργεί καλά επειδή πεινάει, όταν οι γονείς του θεωρούν πως δεν έπρεπε να πεινάει, ή δεν πεινάει, όταν οι γονείς του θεωρούν πως έπρεπε να πεινάει,
γ) βιώνει ενοχές επειδή ταλαιπωρεί τους γονείς του.
Ας χαλαρώσουμε, λοιπόν, αγαπητοί γονείς! Ας πάψουμε να μετράμε εμμονικά τις μπουκιές του παιδιού μας και ας το βοηθήσουμε να «ακούσει» το ίδιο του το σώμα ως προς το τι και πόσο χρειάζεται να τρώει. Αν δεν το μπερδέψουμε με τις εμμονές μας, το σώμα του παιδιού μας διαθέτει την έμφυτη ικανότητα να καταλαβαίνει πότε πεινάει και πόσο χρειάζεται να τρώει. Ας το εμπιστευθούμε και ας το αφήσουμε να λειτουργήσει λοιπόν!