Η παρουσία κιρσών στα κάτω άκρα (δηλαδή των διογκωμένων αντιαισθητικών φλεβών, που παρατηρούνται ακριβώς κάτω από το δέρμα) αποτελεί μία από τις αρχικές εκδηλώσεις της ανικανότητας του φλεβικού συστήματος να μεταφέρει το αίμα από το πόδι προς τον κορμό. Η ανικανότητα αυτή περιγράφεται με τον ιατρικό όρο “φλεβική ανεπάρκεια” και αρκετοί από τους συνανθρώπους μας (περίπου το 23% των ενηλίκων στις Ηνωμένες Πολιτείες) ταλαιπωρούνται από την παρουσία της.
Οι κιρσοί στα κάτω άκρα, πέρα από το σοβαρό αισθητικό πρόβλημα που προκαλούν, συνοδεύονται, συχνά, από έντονα συμπτώματα βάρους, κούρασης, καψίματος, φαγούρας και πρηξίματος, τα οποία δυσκολεύουν σημαντικά την καθημερινότητα των ασθενών. Τα συμπτώματα αυτά, χαρακτηριστικά, επιδεινώνονται από την παρατεταμένη ορθοστασία και υποχωρούν με την ανύψωση του πάσχοντος σκέλους. Σε πιο προχωρημένα στάδια παρουσιάζονται δερματικές αλλοιώσεις όπως υπέρχρωση, σκλήρυνση του δέρματος ακόμα και ανοιχτές πληγές.
Η θεραπεία των κιρσών έχει αλλάξει εντυπωσιακά τα τελευταία 15 χρόνια, κάνοντας την ανοιχτή επέμβαση της σαφηνεκτομής να είναι, πρακτικά, μία ιστορική επέμβαση, μία επέμβαση, δηλαδή, η οποία, στα πλαίσια της σύγχρονης άσκησης της αγγειοχειρουργικής, έχει, σχεδόν πλήρως, εγκαταλειφθεί. Η σαφηνεκτομή, πέρα από τα έντονα μετεγχειρητικά ενοχλήματα που προκαλεί, χαρακτηρίζεται και από υψηλά ποσοστά υποτροπών, τα οποία φτάνουν το 50% στα 5 έτη από την επέμβαση.
Αντιθέτως, οι ενδοαυλικές τεχνικές θεραπείας των κιρσών, όπως το λέιζερ και οι ραδιοσυχνότητες, προσφέρουν, σήμερα, εξαιρετικά αποτελέσματα, με ελάχιστη χειρουργική παρέμβαση και μετεγχειρητικά ενοχλήματα. Επιπλέον, το εξαιρετικό αυτό αποτέλεσμα των ενδοαυλικών τεχνικών παρουσιάζει πολύ καλή αντοχή στο χρόνο, καθιστώντας την τεχνική μία άριστη επιλογή σε ασθενείς νεαρής ηλικίας. Έτσι, από το 2011, η Αμερικάνικη Φλεβολογική Εταιρεία, βασισμένη σε μεγάλες, καλά σχεδιασμένες μελέτες, έχει αποφανθεί ότι οι ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές για την θεραπεία των κιρσών (λέιζερ και ραδιοσυχνότητες) αποτελούν την πρώτη γραμμή θεραπείας των κιρσών, αφήνοντας, ουσιαστικά, την ανοιχτή επέμβαση της σαφηνεκτομής στο παρελθόν της αγγειοχειρουργικής.
Παράλληλα με την εμφάνιση και εξέλιξη των ενδοαυλικών τεχνικών, σημαντική πρόοδος συντελέστηκε στη διαγνωστική προσέγγιση των κιρσών με τη βοήθεια των υπερήχων. Η συστηματική μελέτη των φλεβών των ασθενών με κιρσούς, με τη χρήση των υπερήχων, βοήθησε να κατανοηθεί η ποικιλότητα του ανατομικού προβλήματος των κιρσών και να οδηγηθούμε, έτσι, στην έννοια της χαρτογράφησης του προβλήματος. Έτσι, με τον όρο “υπερηχογραφική χαρτογράφηση” εννοούμε τη λεπτομερή καταγραφή των προβληματικών φλεβών που προκαλούν τους κιρσούς, κάτι εξαιρετικά σημαντικό, μιας και θα μας επιτρέψει να στοχεύσουμε τις θεραπευτικές μας ενέργειες ακριβώς στην καρδιά του προβλήματος. Τα παθολογικά φλεβικά τμήματα είναι διαφορετικά, όχι μόνο σε κάθε ασθενή, αλλά, πολλές φορές, και στον ίδιο ασθενή, όταν πάσχουν και τα δύο κάτω άκρα του. Θα λέγαμε ότι κάθε κάτω άκρο έχει το δικό του κωδικό φλεβικής παθολογίας και ότι ο ρόλος της υπερηχογραφικής χαρτογράφησης είναι να αποκρυπτογραφήσει αυτόν τον κωδικό, προκειμένου η θεραπεία να είναι εξατομικευμένη, άρα και αποτελεσματική.
Οι ενδοαυλικές τεχνικές αποτελούν, σήμερα, το καλύτερο εργαλείο που διαθέτουμε, προκειμένου να εφαρμόσουμε στοχευμένη θεραπεία σε ασθενείς με κιρσούς των κάτω άκρων. Αρχικά, λοιπόν, καταστρώνεται το σχέδιο, η ακριβής, δηλαδή, ανατομία του προβλήματος (υπερηχογραφική χαρτογράφηση) και εν συνεχεία, μέσα από μικρές οπές, χωρίς εγχειρητικές τομές ή ράμματα, μπορούμε να έχουμε εύκολη και άνετη για τον ασθενή πρόσβαση σε κάθε σχεδόν παθολογικό φλεβικό τμήμα που πρέπει να καταστραφεί, πάντα υπό τοπική αναισθησία.
Η διαδικασία αποκλεισμού παθολογικών φλεβών με θερμική ενέργεια λέιζερ ή ραδιοσυχνοτήτων μπορεί να συνδυαστεί με άλλες ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές, όπως η τεχνική της μικροφλεβεκτομής ή η σκληροθεραπεία με αφρό. Και οι δύο αυτές τεχνικές πραγματοποιούνται υπό τοπική αναισθησία και συμπληρώνουν τη θεραπεία καταστρέφοντας είτε φλέβες πολύ κοντά στο δέρμα είτε μικρού μήκους φλεβικά τμήματα ή τμήματα με εξαιρετικές ελικώσεις, όπου δεν μπορεί να προωθηθεί η οπτική ίνα του λέιζερ. Πιο συγκεκριμένα, η μικροφλεβεκτομή χρησιμοποιείται για την αφαίρεση των κιρσών μέσα από οπές, τόσο μικρές, που δεν απαιτείται εν συνεχεία η χρήση ράμματος για την σύγκλεισή τους. Η σκληροθεραπεία με αφρό πραγματοποιείται με έγχυση ειδικού φαρμάκου μέσα στην παθολογική φλέβα, μετά από την επιτυχή παρακέντησή της με βελόνα. Το ειδικό αυτό φάρμακο ονομάζεται σκληρυντική ουσία, η οποία δρα στην εσωτερική επένδυση της φλέβας για να προκαλέσει την καταστροφή της.
Μία νέα ενδιαφέρουσα τεχνική αποκλεισμού παθολογικής φλέβας, σχετιζόμενης με την εμφάνιση κιρσών, είναι η τοποθέτηση ενός ειδικού υλικού, το οποίο χαρακτηρίζεται ως “κόλλα”. Το υλικό αυτό παραμένει μέσα στην παθολογική φλέβα, βγάζοντάς την ουσιαστικά εκτός κυκλοφορίας, κάτι το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί θεραπευτικό στόχο σε μια επέμβαση κιρσών. Η εφαρμογή της μεθόδου είναι ακόμα πιο απλή από αυτή του λέιζερ, μιας και δεν απαιτεί τη χρήση τοπικής αναισθησίας γύρω από τη φλέβα που πρόκειται να καταστραφεί. Προς το παρόν, σε αντίθεση, με το ενδοαυλικό λέιζερ, δεν υπάρχουν δημοσιευμένα επιστημονικά δεδομένα που να πιστοποιούν τη μακροχρόνια, πέραν του έτους, αποτελεσματικότητά της. Επιπλέον, υπάρχουν ενδείξεις για μειωμένη αποτελεσματικότητα σε θεραπεία φλεβών μεγάλου μεγέθους.