Εν μέσω πανδημίας η αξία του εμβολιασμού αναδείχθηκε όσο ποτέ άλλοτε. Δεν πρέπει όμως να δίνεται μοναδική έμφαση στον εμβολιασμό κατά του κορωνοϊού, καθώς και άλλα παθογόνα, όπως ο πνευμονιόκοκκος και η γρίπη, εξακολουθούν να αποτελούν σημαντικές αιτίες νοσηρότητας και θνητότητας.
O εμβολιασμός κατά του πνευμονιόκοκκου είναι αναγκαίος γιατί αποτελεί βασική αιτία πρόκλησης σοβαρής πνευμονίας στα μικρά παιδιά και στα άτομα ηλικίας άνω των 60-65 ετών, δηλαδή στα άκρα των ηλικιών. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι, ενώ η συχνότητα της νόσου είναι σχεδόν ισόποσα αυξημένη στις πολύ μικρές και στις πολύ μεγάλες ηλικίες, η θνητότητα αυξάνεται εκθετικά στις μεγάλες ηλικίες.
Παράλληλα, η πνευμονιοκοκκική νόσος αποτελεί κίνδυνο και σ’ εκείνους που πάσχουν από σοβαρά χρόνια νοσήματα, καθώς και στους καπνιστές, που αποτελούν επίσης μια σημαντική ευπαθή ομάδα.
Τελικά, αυτή η λοίμωξη δεν προκαλεί μόνο σημαντικές απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, αλλά αυξάνει σημαντικά το οικονομικό κόστος για τα συστήματα υγείας.
Αντιγριπικός εμβολιασμός
Ο αντιγριπικός εμβολιασμός είναι επίσης αναγκαίος, καθώς η γρίπη μπορεί μεν να αφορά όλες τις ηλικίες, τα νεότερα άτομα (παιδιά και έφηβοι) όμως μπορεί να νοσούν συχνότερα, αλλά ανταπεξέρχονται τη νόσο σχετικά εύκολα.
Αντίθετα, στις μεγαλύτερες ηλικίες, όπου αθροίζονται προβλήματα υγείας, το τίμημα είναι ιδιαιτέρα υψηλό. Τα προβλήματα αυτά μπορούν μαζί με τη γρίπη να γίνουν πρόξενοι απώλειας της ζωής.
Επιπλέον, το ανοσοποιητικό σύστημα των ηλικιωμένων εμφανίζει αδυναμίες στην αποτελεσματική διαχείριση μιας λοίμωξης, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει πως οι ηλικιωμένοι είναι εξ ορισμού ανοσοκατασταλμένοι. Απλά, το ανοσοποιητικό ενός ηλικιωμένου ατόμου δεν αντιδρά με την ίδια αμεσότητα που ανταποκρίνεται κατά τη νεότητα. Είναι μάλιστα γνωστό ότι η ικανότητα παραγωγής αντισωμάτων μετά από εμβολιασμό παρουσιάζει βαθμιαία ελάττωση, όσο προχωρά η ηλικία.
Ωστόσο, ο αντιγριπικός εμβολιασμός είναι απαραίτητος και στις νεαρότερες ηλικίες, όταν υπάρχει κίνδυνος εμφάνισης σοβαρών επιπλοκών από τη νόσο.
Όμοια με την πνευμονιοκοκκική νόσο, οι πάσχοντες από σοβαρά χρόνια νοσήματα, κυρίως των πνευμόνων και της καρδιάς, καθώς και οι καπνιστές κινδυνεύουν περισσότερο.
Με απλά λόγια, αυτό που καθορίζει την αναγκαιότητα του εμβολιασμού δεν είναι μόνο η ηλικία, αλλά και τα προβλήματα υγείας που μπορεί να αφορούν τα συγκεκριμένα άτομα.
Εκρηκτικό το κοκτέιλ γρίπης – κορωνοϊού
Τα ποσοστά του εμβολιασμού κατά της γρίπης φέτος κινήθηκαν σε χαμηλότερα επίπεδα για δύο βασικούς λόγους: γιατί κατά το προηγούμενο έτος λόγω της χρήσης των μασκών προσώπου και της περιόδου του lockdown και δευτερευόντως επειδή αυτονόητα δόθηκε έμφαση στον εμβολιασμό κατά του κορωνοϊού η εποχική γρίπη εξαφανίσθηκε!
Ωστόσο, ο εμβολιασμός κατά της γρίπης παραμένει σημαντικός γιατί, αν ένα άτομο προσβληθεί ταυτόχρονα από τον κορωνοϊό της πανδημίας και τον ιό της γρίπης, είναι λογικό να εμφανίσει βαρύτερη κλινική εικόνα.
Η συνέργεια, μια έννοια που είναι γνωστή από τη συνδυαστική χρήση των αντιβιοτικών, ισχύει σε σημαντικό βαθμό και για τα παθογόνα αίτια των λοιμώξεων. Δηλαδή, όπως κάποια αντιμικροβιακά φάρμακα συνεργάζονται μεταξύ τους στην προσπάθεια εξουδετέρωσης των μικροβίων, έτσι και οι παθογόνοι οργανισμοί, ιοί και μικρόβια, μπορούν να έχουν επίσης συνεργική δράση. Αυτό είναι εμφανές περισσότερο στην πνευμονία, όπου το ένα παθογόνο αίτιο διευκολύνει τη ζωή του άλλου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όταν γίνει η προσβολή από δύο παθογόνους παράγοντες, πρακτικά ο δεύτερος έρχεται να ολοκληρώσει το έργο του πρώτου.
Πότε πρέπει να γίνει ο εμβολιασμός κατά της γρίπης;
Με βάση την κινητικότητα του ιού της γρίπης στη χώρα μας, η καταλληλότερη εποχή εμβολιασμού είναι από το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Νοεμβρίου μέχρι τις αρχές του Δεκεμβρίου.
Καθώς το εμβόλιο κατά της γρίπης μας δίνει το μέγιστο της προστασίας περίπου 3 -4 μήνες από τον εμβολιασμό, αν ο εμβολιασμός πραγματοποιηθεί κατά το χρονικό διάστημα που αναφέρθηκε, θα υπάρξει κάλυψη του ατόμου με τον μέγιστο τίτλο αντισωμάτων από την αρχή της εποχικής επιδημίας (τέλη Δεκεμβρίου) έως τα τέλη Μαρτίου, οπότε αρχίζει και μειώνεται σημαντικά η δραστηριότητα του ιού.
Ο εμβολιασμός μπορεί να πραγματοποιηθεί ακίνδυνα ταυτόχρονα με το εμβόλιο του κορωνοϊού, ωστόσο η επιλογή μιας μικρής χρονικής απόστασης μεταξύ των δύο εμβολίων δεν είναι άσκοπη. Αυτό όχι γιατί θα δημιουργηθεί κάποιο κλινικό πρόβλημα, αλλά επειδή έκαστο των εμβολίων ενδέχεται σε ορισμένα άτομα να προκαλέσει κάποιες ανεπιθύμητες ενέργειες (όπως πυρετική κίνηση, τοπικό πόνο και κακουχία). Επομένως, η ταυτόχρονη χορήγηση των δύο εμβολίων μπορεί να προκαλέσει αθροιστικά ενίσχυση αυτών των συμπτωμάτων.
Βέβαια, σε άτομα με φτωχή συμμόρφωση ο ταυτόχρονος εμβολιασμός θα βοηθήσει στο να μην αγνοηθεί το ένα από τα δύο εμβόλια. Μελέτες έχουν δείξει ότι ο τίτλος αντισωμάτων που παράγονται με την ταυτόχρονη χορήγηση δύο εμβολίων, όπως εκείνων έναντι του πνευμονιοκόκκου και της γρίπης, είναι μεν σχετικά μικρότερος, ωστόσο γενικά θεωρείται επαρκής.
Εμβολιασμός & υγειονομικοί
Δυστυχώς, για πολλά χρόνια που τα ποσοστά του εμβολιασμού κατά της γρίπης ήταν πολύ χαμηλά στο υγειονομικό προσωπικό η πολιτεία έκανε το λάθος και δεν έδωσε το μήνυμα στους εργαζόμενους στους χώρους παροχής υπηρεσιών, και κυρίως σ’ εκείνους που εργάζονται σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας και σε τμήματα νοσηλείας ανοσοκατασταλμένων ασθενών, ότι ο εμβολιασμός τους αποτελεί απαραίτητα προϋπόθεση για την προστασία των ευαίσθητων ασθενών. Με άλλα λόγια, δεν υπήρξε αναγνώριση της σχετικής υποχρεωτικότητας του αντιγριπικού εμβολιασμού στη συγκεκριμένη εργασιακή ομάδα.
Ως αποτέλεσμα, η εισαγωγή της υποχρεωτικότητας υπό συνθήκες πανδημίας συνάντησε αντιδράσεις. Μάλιστα, προκαλεί ιδιαίτερα δυσάρεστη έκπληξη το γεγονός ότι άνθρωποι που βίωσαν τον κορωνοϊό, άνθρωποι που υπηρέτησαν σε μονάδες COVID και είδαν άμεσα τι μπορεί να προκαλέσει αυτή η νόσος εξακολούθησαν να αρνούνται τον εμβολιασμό.
Η εμπειρία αυτή πρέπει να αποτελέσει μάθημα για όλους, ιδιαίτερα για εκείνους που έχουν την ευθύνη της λήψης αποφάσεων.