Τις τελευταίες δεκαετίες, υπήρξε μία σημαντική αύξηση στον επιπολασμό των ψυχικών διαταραχών συμπεριλαμβανομένης της αυξημένης συχνότητας εμφάνισης της κατάθλιψης, του άγχους, των διαταραχών γνωστικής λειτουργίας και του ύπνου.
Σε ακολουθία με πρόσφατες βιβλιογραφικές αναφορές πάνω από 300 εκατομμύρια άτομα παγκοσμίως νοσούν από κατάθλιψη και οι αγχώδεις διαταραχές επηρεάζουν περισσότερους από 260 εκατομμύρια ανθρώπους (4,4% και 3,6% του παγκόσμιου πληθυσμού, αντίστοιχα). Αξίζει να σημειωθεί ότι οι αγχώδεις διαταραχές έχουν συσχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης ασθενειών, όπως οι καρδιαγγειακές παθήσεις, η άνοια, ο καρκίνος και τα νευροεκφυλιστικά νοσήματα.
Η ταχεία εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών, με τα αλματώδη τεχνολογικά επιτεύγματα, τα παγκοσμιοποιημένα οικονομικοκοινωνικά δεδομένα, την εκβιομηχάνιση και την αστικοποίηση οδήγησε σε αύξηση της συχνότητας εμφάνισης χρόνιων ασθενειών λόγω σημαντικών αλλαγών του τρόπου ζωής, συμπεριλαμβανομένης, μεταξύ άλλων, της υιοθέτησης ανθυγιεινών διατροφικών προτύπων και συνηθειών ύπνου.
Η αναγνώριση και η αξιολόγηση των πρώιμων συμπτωμάτων των ψυχικών διαταραχών, ο εντοπισμός πιθανών παραγόντων κινδύνου και η διερεύνηση των αποτελεσματικών παρεμβάσεων για την τροποποίηση της χρόνιας έκθεσης σε αυτούς είναι υψίστης σημασίας για την πρόληψη σοβαρών ψυχικών καταστάσεων, οι οποίες έχουν αυξανόμενο αντίκτυπο στον γενικό πληθυσμό αλλά πιθανά και στις μελλοντικές γενιές.
Η σύγχρονη διατροφή χαρακτηρίζεται από αποκλίσεις από την παραδοσιακή διατροφή και συνάδει με την υιοθέτηση διατροφικών μοντέλων πλούσιων σε επεξεργασμένα τρόφιμα υψηλής ενεργειακής απόδοσης, υψηλής περιεκτικότητας σε απλά σάκχαρα, trans-λιπαρά οξέα, χλωριούχο νάτριο και μικρή κατανάλωση τροφίμων φυτικής προέλευσης, συνοδευόμενη από χαμηλή σωματική δραστηριότητα.
Όπως αποδεικνύεται από πληθώρα κλινικών μελετών, οι οποίες εξετάζουν διεξοδικά τη σχέση μεταξύ διατροφής και ανθρώπινης υγείας, υπάρχει συσχέτιση με τον αυξημένο επιπολασμό για καρδιομεταβολικές ασθένειες και ορισμένες μορφές καρκίνου αλλά και με τον κίνδυνο διαταραχών ψυχικής υγείας.
Τα τελευταία χρόνια, μεγάλος αριθμός μελετών εστιάζει στο ρόλο των επιμέρους διατροφικών παραγόντων και διαταραχών ψυχικής υγείας και αποδεικνύει το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τη λεγόμενη «διατροφική ψυχιατρική».
Τα αποτελέσματα των ερευνών καταδεικνύουν ότι η προσήλωση σε διατροφικά μοντέλα πλούσια σε επεξεργασμένα τρόφιμα, ενέχει μεγαλύτερο κίνδυνο για ψυχιατρικά νοσήματα. Αντίθετα, συμμόρφωση με τη Μεσογειακή διατροφή προστατεύει από ψυχικές διαταραχές. Όσον αφορά την αιτιότητα, σε αρκετές μελέτες, το διατροφικό πρότυπο έχει αποδειχθεί ότι προηγείται της εμφάνισης ψυχιατρικών συμπτωμάτων.
Μια από τις συνέπειες της υιοθέτησης του δυτικού τρόπου διατροφής είναι και η αύξηση της παχυσαρκίας. Επιπρόσθετα, διατροφή πλούσια σε λιπαρά και σάκχαρα συνδέεται με υψηλότερους δείκτες φλεγμονής, αντίσταση στην ινσουλίνη, κυτταρικό στρες σε περιοχές του ιππόκαμπου, που εκτιμάται ότι αποτελούν παράγοντες που εμπλέκονται στην εξέλιξή της νόσου Alzheimer. Η νόσος Alzheimer και η κατάθλιψη συγκαταλέγονται στις συννοσηρότητες της παχυσαρκίας, και πρόσφατες θεωρίες συσχετίζουν αγγειακές βλάβες με αυξημένο κίνδυνο για την ανάπτυξη άνοιας και ψυχιατρικών νόσων.
Επιπλέον, τα γνωστικά ελλείμματα έχουν συσχετιστεί με τη κακή γλυκαιμική ρύθμιση στους διαβητικούς, αλλά μόνο τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί ότι υπάρχουν γνωστικά ελλείμματα σε νεαρά, υγιή, φυσιολογικού βάρους άτομα με κακή ρύθμιση σακχάρου, γεγονός που αποτελεί και πάλι παράδειγμα της ανάγκης για πρώιμη, και όχι μεταγενέστερη τροποποίηση των διατροφικών συνηθειών.
Η επισκόπηση των κύριων μοριακών μηχανισμών που επιχειρούν να εξηγήσουν τη σχέση μεταξύ της διατροφής και ψυχικής υγείας αποδεικνύει τις ευεργετικές επιδράσεις διαφορετικών διατροφικών παραγόντων στην υγεία του εγκεφάλου, την ορμονική ομοιόσταση στο πλαίσιο του μεταβολισμού της γλυκόζης και της ρύθμισης της αδιπονεκτίνης και ο αντίκτυπος της οποίας σχετικά με τη νευρο-φλεγμονή έχει επίσης εξεταστεί.
Οι επιδράσεις ορισμένων τροφίμων ή διατροφικών προτύπων στη γλυκαιμία, την ενεργοποίηση του ανοσοποιητικού και το μικροβίωμα του εντέρου αναμένεται να διαφωτίσουν περαιτέρω τις σχέσεις μεταξύ τροφής και ψυχικής διάθεσης. Διατροφή με υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά προκαλεί τροποποιήσεις στο μικροβίωμα του εντέρου, οι οποίες θα μπορούσαν να διαταράξουν την παρασυμπαθητική επικοινωνία εντέρου-εγκεφάλου, οδηγώντας, μεταξύ άλλων, και σε αυξανόμενη συσσώρευση λίπους. Η ανακάλυψη των αντιφλεγμονωδών ιδιοτήτων μεμονωμένων θρεπτικών συστατικών και η αποκάλυψη των αλληλεπιδράσεων μεταξύ του εντέρου και του εγκεφάλου μπορεί να ρίξει νέο φως στον τρόπο με τον οποίο η τροφή μπορεί να επηρεάσει τη διάθεση.
Μεμονωμένα βιοενεργά μόρια όπως οι πολυφαινόλες εμφανίζουν ισχυρή αντιοξειδωτική δράση και δρουν ως αντιφλεγμονώδεις παράγοντες, ενώ αποκαλύπτονται ευεργετικά και για το κεντρικό νευρικό σύστημα μέσω της διαμόρφωσης της νευρωνικής πλαστικότητας, της συναπτικής πλαστικότητας και της νευρογένεσης.
Μεταξύ των μακροθρεπτικών συστατικών με υψηλό ερευνητικό ενδιαφέρον, ως προς τον ρόλο τους στην ψυχική υγεία, συγκαταλέγονται τα πολυακόρεστα (PUFAs) και τα μονοακόρεστα λιπαρά οξέα (MUFAs). Στα κυριότερα PUFAs που ασκούν επίδραση στα εγκεφαλικά κύτταρα ανήκουν το δοκοσαεξανοϊκό οξύ (DHA) και το εικοσαπεντανοϊκό οξύ (EPA). Το DHA είναι ένα βασικό δομικό συστατικό των φωσφολιπιδίων της μεμβράνης στον εγκέφαλο, το οποίο είναι υπεύθυνο για τη νευρωνική μεμβρανική ακεραιότητα, ρευστότητα και λειτουργικότητα. Επιπλέον, τα MUFAs έχουν αποδειχθεί ότι ρυθμίζουν την εγκεφαλική δραστηριότητα και τις συμπεριφορές ύπνου και πιθανώς επηρεάζουν τον μεταβολισμό της γλυκόζης. Επιπλέον, τα ωμέγα-3 λιπαρά οξέα έχουν αποδειχθεί ότι ρυθμίζουν τη νευροενδοκρινική ρύθμιση και αυξάνουν την πιθανότητα υγιούς γήρανσης.
Οι πρωτεΐνες και τα αμινοξέα που προέρχονται από διατροφική πρόσληψη μπορούν να επηρεάσουν θετικά την ποιότητα και την διάρκεια του ύπνου, ρυθμίζοντας την έκφραση των νευροδιαβιβαστών. Πιό συγκεκριμένα η τρυπτοφάνη, ένα απαραίτητο αμινοξύ, έμφανίζει μεγάλο ενδιαφέρον καθώς δρα ως πρόδρομος βιοδραστικών μεταβολιτών που σχετίζονται με τον ύπνο, συμπεριλαμβανομένης της σεροτονίνης, η οποία με τη σειρά της μπορεί να μετατραπεί σε μελατονίνη (μια νευροορμόνη).
Η γλυκίνη, ένα μη απαραίτητο αμινοξύ, έχει δράση ανασταλτικού νευροδιαβιβαστή προκαλώντας ένα αίσθημα ηρεμίας, ενισχύει τη μνήμη, βελτιώνει την ποιότητα του ύπνου και έχει κατευναστική δράση με θετικά αποτελέσματα σε περιπτώσεις σχιζοφρένειας.Η L-θεανίνη (η-αιθυλογλουταμικό οξύ), είναι ένα φυσικό μη πρωτεϊνικό αμινοξύ (γάμμα γλουταμυλαιθυλαμίδιο), το οποίο υπάρχει στα φύλλα του πράσινου τσαγιού (Camellia sinensis) απορροφάται από το έντερο, εισέρχεται στην κυκλοφορία του αίματος διαπερνά τον αιματεγκεφαλικό φραγμό, όπου ασκεί μια ποικιλία δράσεων. Καλά τεκμηριωμένη είναι η αγχολυτική δράση της η οποία έχει συσχετιστεί με τροποποίηση των επιπέδων της σεροτονίνης και της ντοπαμίνης σε επιλεγμένες περιοχές του εγκεφάλου.
Ελλείψεις ιόντων μαγνησίου μπορούν να προκληθούν από τις ορμόνες του στρες. Σε περιπτώσεις ανεπάρκειας μαγνησίου, οι απαιτήσεις των νευρώνων δεν ικανοποιούνται προκαλώντας νευρωνική βλάβη η οποία μπορεί να εκδηλωθεί ως κατάθλιψη. Η θεραπεία με μαγνήσιο θεωρείται αποτελεσματική στη θεραπεία της κατάθλιψης που απορρέει από ενδοκυτταρική έλλειψη στο μέταλλο αυτό.
Σε πρόσφατες μελέτες αποδεικνύεται συσχέτιση μεταξύ της λήψης προβιοτικών και της βελτίωσης της διάθεσης κυρίως σε ασθενείς με σύνδρομο του ευερέθιστου εντέρου. Τα αποτελέσματα των ερευνών υποδηλώνουν ότι τα βακτήρια του εντέρου ασκούν επίπτωση στις εγκεφαλικές λειτουργίες μεταβάλλοντας τη διάθεση και τη συμπεριφορά (άξονας εγκεφάλου-εντέρου, brain-gut axis).
Υψηλά επίπεδα κατανάλωσης απλών σακχάρων έχουν συσχετιστεί με φτωχότερη μνήμη ως αποτέλεσμα νευροφλεγμονής στον ιππόκαμπο. Αντίθετα, η υψηλή πρόσληψη σύνθετων υδατανθράκων ως φυτικών ινών από λαχανικά, φρούτα, όσπρια και δημητριακά ολικής αλέσεως μπορεί να έχουν ευεργετικό ρόλο στην ψυχική υγεία.
Συμπεράσματικά εχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος όσον αφορά την κατανόηση του αντίκτυπου της διατροφής στη λειτουργία του εγκεφάλου αλλά και την αιτιολογία και τη θεραπεία των ψυχικών διαταραχών. Μελλοντικές ανακαλύψεις είναι πιθανό να προκύψουν συνδυάζοντας επιστημονικά δεδομένα από τη διατροφική γονιδιωματική και τη νευροεπιστήμη. Λόγω του αυξημένου αριθμού ψυχικών, νευρολογικών διαταραχών και διαταραχών που οδηγούν σε χρήση ουσιών αλλά και της καθολικότητας των τροφίμων ως τροποποιήσιμου παράγοντα κινδύνου, ακόμη και μικρές βελτιώσεις στη διατροφή μπορεί να έχουν σημαντικό όφελος για την ψυχική υγεία και ευεξία του πληθυσμού. Ωστόσο, η μελλοντική πρόοδος εξαρτάται από τις κατάλληλες επενδύσεις και τη συντονισμένη δράση επιστημόνων που δραστηριοποιούνται στον τομέα της Ψυχικής Υγείας και της Διατροφής αλλά και τους φορείς που μπορούν να εκπαιδεύσουν κατάλληλα τους επαγγελματίες υγείας.