Το πόσο σημαντική είναι η σημασία της πρόληψης στην ιατρική επιστήμη δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Ας αναλογιστούμε όλοι πώς έχουν βοηθήσει την ανθρωπότητα οι εμβολιασμοί και πόσο έχουν αλλάξει την παιδική θνησιμότητα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η εφαρμογή των εμβολιασμών για την πρόληψη των λοιμώξεων του αναπνευστικού, με κύριους εκπροσώπους τη γρίπη και τον πνευμονιόκοκκο. Τα χρόνια νοσήματα, και ειδικά αυτά που σχετίζονται με το αναπνευστικό σύστημα, επηρεάζονται σημαντικά από την παρουσία λοιμώξεων -ειδικά αυτών που σχετίζονται με γρίπη και πνευμονιόκοκκο.
Η εφαρμογή των εμβολιασμών μειώνει την πιθανότητα λοιμώξεων από αυτές τις αιτίες και συγχρόνως επηρεάζει έμμεσα και το μεγάλο πρόβλημα των μικροβιακών αντοχών, μιας και μειώνει τις ανάγκες χρησιμοποίησης αντιβιοτικών.
Πόσο σημαντικοί ήταν οι εμβολιασμοί αυτοί στην πανδημική κρίση που ζούμε; Φέτος εμβολιάστηκε για τη γρίπη διπλάσιο ποσοστό σε σχέση με τις προηγούμενες χρονιές, ενώ έγινε και μια πολύ πιο συστηματική εμβολιαστική στρατηγική για τον πνευμονιόκοκκο.
Αυτό δημιούργησε ένα προστατευτικό περιβάλλον για τη νόσηση από γρίπη που, σε συνδυασμό με τον περιορισμό κυκλοφορίας και την ευρεία χρήση της μάσκας, σχεδόν μηδένισε τα φετινά περιστατικά γρίπης.
Από την άλλη πλευρά, γνωρίζουμε ότι η προσβολή από πνευμονιόκοκκο αφορά πολλές φορές επιλοίμωξη που συμβαίνει μετά από ιογενή λοίμωξη. Ο συνδυασμός και των δύο εμβολιασμών δημιούργησε, λοιπόν, ένα περιβάλλον με λιγότερες παράπλευρες απώλειες, είτε στην κατεύθυνση άλλων λοιμώξεων είτε επιπλοκών μετά από λοίμωξη με COVID-19.
Εμβολιασμός κατά του SARS-COV-2
Φυσικά, το φλέγον θέμα της εποχής είναι ο εμβολιασμός απέναντι στον SARS-COV-2. Έχουν συζητηθεί και ειπωθεί πολλά. Το αναμφισβήτητο, όμως, είναι ότι ο εμβολιασμός είναι η μοναδική πραγματική και σε υψηλό ποσοστό ελπίδα για την αποτελεσματική λύση της πανδημικής κρίσης.
H προστασία που παρέχεται από τα εμβόλια που διατίθενται προς το παρόν, βασίζεται κυρίως στα αντισώματα που εξουδετερώνουν τον ιό και σε μια ιδιαίτερη ανοσολογική απόκριση που επάγεται από την ενεργοποίηση των Β και Τ λεμφοκυττάρων.
Η ανάπτυξη των εμβολίων αυτών έγινε με τη γνώση τεχνικών που ήταν γνωστές εδώ και χρόνια και απλά προσαρμόστηκαν στις ανάγκες της λοίμωξης από SARS COV-2.
Αυτό καταρρίπτει και την περίφημη θεωρία της βιασύνης που βασίστηκε στο ότι τα εμβόλια αναπτύχθηκαν βιαστικά και χωρίς να υπάρχει η υποκείμενη γνώση.
Το δεύτερο ερώτημα που απασχόλησε είναι η ασφάλεια. Οι τυχαιοποιημένες μελέτες, αλλά και τα πρώτα στοιχεία από μελέτες πραγματικής ζωής, έδειξαν ότι η βραχυχρόνια ασφάλεια είναι δεδομένη. Για τη μακροχρόνια ασφάλεια, όσοι υποθέτουν και μελλοντολογούν βασίζονται μόνο σε δικές τους απόψεις και σε καμία, μα καμία απόδειξη.
Οι αλλεργικές αντιδράσεις στα εμβόλια γενικά είναι σπάνιες και η επίπτωση αναφυλαξίας εκτιμάται σε 1,31 ανά εκατομμύριο δόσεων. Το τελευταίο και σημαντικότερο δεδομένο για τα εμβόλια προέρχεται από δύο σημαντικές ερευνητικές καταγραφές: μία στη Σκωτία και μία στο Ισραήλ. Και οι δύο δείχνουν υψηλή αποτελεσματικότητα και σαφή προστασία από τη σοβαρή λοίμωξη, τις νοσηλείες και το θάνατο.
Θετικές εκβάσεις που όλοι περιμένουμε να πραγματοποιηθούν σε ευρεία γεωγραφική κλίμακα και να αλλάξουν τα κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα των κρατών.