Το παρατεταμένο ελληνικό καλοκαίρι έχει φτάσει πια στο τέλος του, όπως και οι μέρες με έντονη ηλιοφάνεια. Για πολλούς το φθινόπωρο φέρνει μελαγχολία, αφού οι μέρες μικραίνουν και ο ήλιος κρύβεται γρήγορα, αλλά για το δέρμα αυτό αποτελεί μεγάλη ανακούφιση, αφού η πολύμηνη έκθεσή του στην ηλιακή ακτινοβολία μπορεί να το έχει ταλαιπωρήσει ή να έχει προκαλέσει βλάβες. Για να διαπιστωθεί ο αντίκτυπος της αμέριμνης παράδοσής μας στις ζεστές ακτίνες του ήλιου τους τελευταίους μήνες, τώρα είναι η πιο κατάλληλη εποχή να το ελέγξουμε προσεκτικά.
«Η έκθεση του δέρματος στην υπεριώδη ακτινοβολία προκαλεί σφάλματα στο DΝΑ, τα οποία το σώμα είναι ικανό να διορθώνει, όταν είναι υγιές. Ωστόσο, αυτό δεν είναι απόλυτο, αφού οι μηχανισμοί επιδιόρθωσης δεν λειτουργούν πάντοτε άψογα, για ποικίλους λόγους. Η σχέση ποσότητας υπεριώδους ακτινοβολίας και ικανότητας αποκατάστασης της βλάβης του DNA είναι δοσοεξαρτώμενη και σε περίπτωση αποτυχίας είναι ορατός ο κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου», μας εξηγεί ο Δερματολόγος – Αφροδισιολόγος Δρ Χρήστος Στάμου.
Οι ακτίνες UVA και UVB αποτελούν παράγοντα κινδύνου σχηματισμού απλών και δυσπλαστικών σπίλων (ελιών), γι’ αυτό και ο αριθμός εκείνων που εμφανίζονται μετά τη γέννηση είναι μεγαλύτερος σε περιοχές του σώματος που εκτίθενται περισσότερο σε αυτές.
«Οι σπίλοι σχηματίζονται όταν τα μελανοκύτταρα αναπτύσσονται σε ένα σύμπλεγμα αντί να εξαπλώνονται σε ολόκληρο το δέρμα. Άλλοτε υπάρχουν από τη γέννηση (συγγενείς) και άλλοτε εμφανίζονται αργότερα, κυρίως κατά τα πρώτα 25 χρόνια της ζωής μας. Όσοι έχουν συγγενείς σπίλους αντιμετωπίζουν ελαφρώς μεγαλύτερο κίνδυνο μελανώματος απ’ ότι όσοι τους αποκτούν μετά τη γέννησή τους. Φυσιολογική θεωρείται η ύπαρξη από 10 έως 40 σπίλων. Όσοι έχουν πάνω από 50 διατρέχουν επίσης αυξημένο κίνδυνο μελανώματος.
Κάποιοι κατά τη διάρκεια της ζωής τους αναπτύσσουν δυσπλαστικούς σπίλους, δηλαδή μεγαλύτερες σε διάμετρο ακανόνιστου σχήματος και ανομοιόμορφου χρώματος ελιές. Αυτές έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να εξελιχθούν σε μελάνωμα. Υπολογίζεται ότι οι άνθρωποι που έχουν πάνω από 10 τέτοιους δυσπλαστικούς σπίλους αντιμετωπίζουν 12πλάσιο κίνδυνο εμφάνισης μελανώματος», εξηγεί περαιτέρω ο δρ Στάμου.
Το μελάνωμα είναι η πιο θανατηφόρα μορφή καρκίνου του δέρματος, η οποία ξεκινά στα μελανοκύτταρα. Είναι δυνητικά επικίνδυνο επειδή μπορεί να εισβάλει σε κοντινούς ιστούς και να εξαπλωθεί σε άλλα μέρη του σώματος, όπως ο πνεύμονας, το ήπαρ, τα οστά ή ο εγκέφαλος. Μπορεί να αναπτυχθεί από έναν απλό ή έναν δυσπλαστικό σπίλο, αλλά και σε μια οποιαδήποτε άλλη περιοχή φυσιολογικού δέρματος.
Στην Ευρώπη, περίπου το 1% των ανθρώπων θα αναπτύξει μελάνωμα κάποια στιγμή στη ζωή του, αλλά υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις από τη μία χώρα στην άλλη. Ετησίως, διαγιγνώσκονται με μελάνωμα περίπου 15 άνθρωποι ανά 100.000, με το ποσοστό να παρουσιάζει αυξητικές τάσεις σχεδόν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες.
Ο ήλιος αποτελεί παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση μελανώματος και άλλων δερματικών καρκίνων. Άτομα με λευκή επιδερμίδα κινδυνεύουν περισσότερο από τους μελαχρινούς ή μελαμψούς ανθρώπους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η νόσος κάνει χρωματικές διακρίσεις. Επίσης, στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι όσοι έχουν υποστεί 2 ηλιακά εγκαύματα, είτε στην παιδική τους ηλικία είτε ως ενήλικες, έχουν διπλάσιες πιθανότητες ανάπτυξης μελανώματος. Όσο μεγαλύτερη είναι δε η συνολική έκθεση στον ήλιο κατά τη διάρκεια της ζωής, τόσο υψηλότερος ο κίνδυνος.
«Τόσο, λοιπόν, οι υπάρχουσες ελιές όσο και οι νεοεμφανισθείσες μπορούν να εξελιχθούν σε μελάνωμα. Όσο νωρίτερα αναζητηθούν και βρεθούν οι αρχικές ενδείξεις, και χειρουργηθεί το μελάνωμα τόσο πιθανότερη είναι η επιτυχία της θεραπείας», προειδοποιεί ο δρ Στάμου.
Γι’ αυτό είναι απαραίτητη η τακτική αυτοεξέταση, αλλά και ο έλεγχος από έναν ειδικό. Η συχνότητα εξαρτάται από τους παράγοντες κινδύνου που διατρέχει ο καθένας και κυμαίνεται από κάθε 3 μήνες έως κάθε 2 χρόνια. Παρότι το μελάνωμα δεν γνωρίζει από εποχές και μπορεί να εμφανιστεί οποτεδήποτε, είναι λογική η αναζήτηση τυχόν αλλαγών στους υπάρχοντες σπίλους και νέων βλαβών που έχουν εμφανιστεί κατά τη διάρκεια ή μετά το καλοκαίρι. Οποιαδήποτε ασυμμετρία, αλλοίωση του περιγράμματος, αλλαγή στο χρώμα και τη διάμετρο αποτελούν σοβαρές ενδείξεις που θα πρέπει να διερευνηθούν από ειδικό.
Σύμφωνα με τον δρ Χρήστο Στάμου, το καλύτερο μέσο πρόληψης του μελανώματος είναι η τακτική και ακριβής παρακολούθηση των σπίλων μέσω της χαρτογράφησης. Η πιο σύγχρονη διαγνωστική τεχνική είναι η δερματοσκόπηση, όπου με ειδικές ηλεκτρονικές συσκευές και φακούς που μεγεθύνουν και εκπέμπουν πολωμένο φως αξιολογούνται τα ειδικά μορφολογικά χαρακτηριστικά των υπό εξέταση βλαβών. Η διαδικασία είναι απλή. Με τη χρήση ειδικής κάμερας,υψηλής ευκρίνειας, λαμβάνονται φωτογραφίες όλου του σώματος, εντοπίζονται με ακρίβεια και καταγράφονται όλοι οι σπίλοι και μέσω του δερματοσκοπίου ελέγχεται το σχήμα, το περίγραμμα, το μέγεθος και το χρώμα κάθε βλάβης στις επαναληπτικές εξετάσεις. Η ψηφιακή απεικόνιση και το ειδικό λογισμικό δίνουν τη δυνατότητα εντοπισμού της παραμικρής διαφοράς στη δομή κάθε σπίλου ξεχωριστά και παρέχεται στατιστική πιθανότητα κινδύνου. Η εξέταση είναι εντελώς ανώδυνη και ασφαλής (χωρίς ακτινοβολία), με τη διενέργεια της οποίας το ποσοστό διάγνωσης κακοήθειας αυξάνεται κατά 30%, αρκεί η εξέταση να πραγματοποιείται από εκπαιδευμένο και έμπειρο δερματολόγο.
Επιμέλεια: Νεκταρία Καρακώστα, Δημοσιογράφος Υγείας