Παρότι υπάρχουν πολύ σοβαρότερες παθήσεις από την ονυχομυκητίαση και αρκετοί τη θεωρούν ασήμαντη για να ασχοληθούν με τη θεραπεία της, η αδιαφορία τους αυτή μπορεί έχει σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία των νυχιών, και όχι μόνο.
«Στα κλειστά παπούτσια, που ήδη φοράμε τώρα που ψύχρανε ο καιρός, δημιουργούνται οι ιδανικές συνθήκες για την ανάπτυξη και εξάπλωση του μύκητα. Οπότε όσοι έχουν κολλήσει κάποιον, μετά από λίγο καιρό θα δουν το προσβεβλημένο νύχι τους να αλλάζει εμφάνιση. Έχει παρατηρηθεί ότι επειδή η λοίμωξη δεν προκαλεί συνήθως πόνο, αρκετοί αδιαφορούν για τη θεραπεία της. Η επιλογή όμως αυτή μπορεί να τους φέρνει αντιμέτωπους με δυσάρεστες επιπλοκές», επισημαίνει ο Δερματολόγος- Αφροδισιολόγος Δρ Χρήστος Στάμου.
Η ονυχομυκητίαση είναι μια συχνή πάθηση που επηρεάζει το 3% έως 5% του πληθυσμού. Περίπου το 50% των ασθενών που εξετάζονται από δερματολόγους για προβλήματα των νυχιών πάσχουν από αυτήν.
Προκαλείται από μικροσκοπικούς οργανισμούς, που εισέρχονται στο νύχι μέσω κάποιας σχισμής. Τα συνηθέστερα δερματόφυτα (όπως ονομάζονται αυτοί οι μικροοργανισμοί) που ενοχοποιούνται είναι τα Trichophyton rubrum, Trichophyton mentagrophytes και Candida albicans, τα οποία μπορεί να προσβάλουν τη ρίζα των νυχιών, την κοίτη (δηλαδή το δέρμα που βρίσκεται κάτω από το νύχι) ή τη μήτρα. Ενδείξεις της λοίμωξης είναι η αλλαγή στο χρώμα (κιτρίνισμα ή άσπρισμα) ή στη συνοχή (συχνά το νύχι σχίζεται, θρυμματίζεται ή διαχωρίζεται από την κοίτη του). Μπορεί να εμφανιστούν λευκές κηλίδες ή να γίνει παχύτερο. Συνήθως, ξεκινά ως μια μικρή αποχρωματισμένη περιοχή η οποία μεγαλώνει καθώς ο μύκητας εξαπλώνεται. Μπορεί επίσης να υπάρξει συσσώρευση υλικού κάτω από το νύχι και πιθανώς δυσάρεστη οσμή.
«Όσο το νύχι παραμένει χωρίς θεραπεία τόσο πιο πιθανό είναι να παραμορφωθεί και να αρχίσει να προκαλεί πόνο στον πάσχοντα, ο οποίος τελικά φτάνει στο σημείο να δυσκολεύεται να περπατήσει όταν φοράει παπούτσια. Φυσικά αυτή δεν είναι η μόνη επιπλοκή. Ο μύκητας μπορεί να εξαπλωθεί τόσο στο γύρω δέρμα, ιδιαίτερα όταν τα πόδια παραμένουν επί πολλές ώρες κλεισμένα σε παπούτσια, όσο και σε άλλα μέρη του σώματος, όπως τα χέρια και τη βουβωνική χώρα. Όσοι δε πάσχουν από διαβήτη, ή άλλες παθήσεις που καταστέλλουν το ανοσοποιητικό σύστημα κινδυνεύουν διπλά.
Η διάγνωση της ονυχομυκητίασης γίνεται με κλινικό έλεγχο και μικροσκοπική εξέταση. Κατόπιν απαιτείται καλλιέργεια για την ταυτοποίηση του μύκητα ώστε να δοθεί η ανάλογη θεραπεία στον ασθενή.
Επειδή οι μύκητες ζουν βαθιά κάτω από το νύχι και όχι στην επιφάνειά του, είναι δύσκολο να εκριζωθούν (απαιτούν συχνά εντατική θεραπεία 3-6 μηνών) και οι υποτροπές είναι συχνές. Οι τοπικοί αντιμυκητιασικοί παράγοντες που χρησιμοποιούνται είναι πολλές φορές αναποτελεσματικοί επειδή δεν μπορούν να διεισδύσουν στην πλάκα των νυχιών. Συχνά συστήνεται ο συνδυασμός τους με θεραπεία που λαμβάνεται από το στόμα. Οι από του στόματος αντιμυκητιασικοί παράγοντες, όμως, μπορούν να προκαλέσουν ανεπιθύμητες ενέργειες, λόγω του αυξημένου κινδύνου ηπατικής και νεφρικής τοξικότητας που υπάρχει, καθώς και λόγω των τυχόν αλληλεπιδράσεων με άλλα φάρμακα που λαμβάνει ο ασθενής. Η χειρουργική αφαίρεση του προσβεβλημένου νυχιού είναι το επόμενο βήμα, για περιπτώσεις που είναι ανθεκτικές σε αντιμυκητιασικά φάρμακα αν και πρόκειται για μια επίπονη διαδικασία με χρόνο αποθεραπείας αρκετών ημερών. Ο συνδυασμός των τοπικών αντιμυκητιασικών θεραπειών με χειρουργική αφαίρεση ή χημική διάλυση της πλάκας των νυχιών μπορεί να είναι πιο αποτελεσματικός.
«Τα τελευταία χρόνια έχουν μπει στη μάχη κατά των ονυχομυκητιάσεων και τα λέιζερ. Τα δύο εξειδικευμένα Laser με στοχευμένη δράση είναι τα Nd:Yag και Fractional Co2. Σε σύγκριση με τις τοπικές και από του στόματος θεραπείες, η θεραπεία με λέιζερ αποτελεί την ασφαλέστερη και πιο αποτελεσματική επιλογή για τη θεραπεία της πάθησης σε διαβητικούς, ηλικιωμένους ασθενείς με δυσανεξία στα φάρμακα και σε ασθενείς με ηπατική και νεφρική νόσο. Μελέτες έχουν δείξει ότι προκαλούν λιγότερες παρενέργειες, όπως βλάβη στο ήπαρ και στους νεφρούς ή γαστρεντερικές αντιδράσεις. Η θεραπεία με λέιζερ φαίνεται να είναι πιο κατάλληλη και για ορισμένες άλλες υποομάδες πληθυσμού, όπως τα παιδιά και οι έγκυες γυναίκες. Η θεραπεία είναι ανώδυνη και ο ασθενής επιστρέφει άμεσα στις δραστηριότητες του. Ο αριθμός των συνεδριών που χρειάζεται είναι συνήθως 3 και γίνονται ανά ένα διάστημα 4-6 εβδομάδων. Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα της θεραπείας αυτής εξαρτάται και από την γενική κατάσταση της υγείας του ασθενούς και από τη σωστή σχεδίαση και ολοκλήρωση της θεραπείας από τον θεράποντα ιατρό», καταλήγει ο δρ Χρήστος Στάμου.