H επίδραση της διατροφής στη σωματική και ψυχική ισορροπία του ατόμου, έχει απασχολήσει αρκετά τον επιστημονικό κόσμο, τα τελευταία χρόνια.
Η εμβρυϊκή, νεογνική και πρώτη βρεφική ηλικία αποτελούν κρίσιμες περιόδους, όπου το γενετικό δυναμικό του ατόμου σε συνδυασμό με τις επιδράσεις του περιβάλλοντος παίζουν καθοριστικό ρόλο στην εγκεφαλική ανάπτυξη και στην αναπτυξιακή του πορεία.
Επηρεάζει όμως η διατροφή την νευροαναπτυξιακή εξέλιξη των παιδιών μας και αν ναι με ποιο τρόπο;
Από τα πρώτα κιόλας στάδια ανάπτυξης του νέου οργανισμού, κατά την περίοδο της κύησης, η κατάλληλη τροφή και η πρόσληψη απαραίτητων θρεπτικών συστατικών, είναι γνωστό ότι είναι σημαντική τόσο για την κυοφορούσα μητέρα, όσο και για το αναπτυσσόμενο έμβρυο. Η επαρκής τροφοδότηση του εμβρύου με τα κατάλληλα θρεπτικά συστατικά, σε μια περίοδο μεγάλης πλαστικότητας για τον ανθρώπινο εγκέφαλο, είναι αυτή που θα καθορίσει και θα επηρεάσει τη νόηση, τη συμπεριφορά και την ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του ατόμου αυτού.
Μελέτες έδειξαν ότι παιδιά με πτωχή πρόσληψη θρεπτικών συστατικών ως έμβρυα, εμφανίζουν συχνότερα αναπτυξιακές, αλλά και νευροψυχιατρικές διαταραχές, πτωχή ακαδημαϊκή επίδοση, διαταραχές προσοχής και συναισθήματος ή μαθησιακά προβλήματα. Τη θρέψη του εμβρύου, μπορεί να επηρεάσουν πολλοί παράγοντες. Για παράδειγμα το χαμηλό σωματικό βάρος της μητέρας, η εγκυμοσύνη στην εφηβεία, η παθολογία του πλακούντα ή το πτωχό διατροφικό περιβάλλον.
Πέρα όμως από την περίοδο της κύησης, εξίσου σημαντικές για το κεντρικό νευρικό σύστημα, φαίνεται να είναι η νεογνική και η πρώτη βρεφική ηλικία. Από τη 16η ημέρα της ενδομήτριας ζωής που αρχίζει ο σχηματισμός του εγκεφαλικού ιστού, νέοι νευρώνες, νέες συνάψεις και μυελίνη οικοδομούν τον αναπτυσσόμενο εγκέφαλο του εμβρύου και η διαδικασία αυτή συνεχίζεται και ολοκληρώνεται μετά τη γέννηση (blooming and pruning). Ανεπαρκής προσφορά ενέργειας, πρωτεϊνών, λιπαρών οξέων, βιταμινών και ιχνοστοιχείων, έχει βρεθεί ότι επηρεάζουν αρνητικά την φυσιολογική ωρίμανση.
Η τροφή αποτελεί σημαντικό περιβαλλοντικό παράγοντα, που σε αντίθεση με άλλους, όπως είναι η «οικογένεια», η «εκπαίδευση» ή τα «ερεθίσματα», μπορεί να δράσει άμεσα στο γενετικό υλικό του ατόμου, τροποποιώντας τον φαινότυπο. Η ανεπαρκής ή η ακατάλληλη διατροφή σε κρίσιμες ηλικιακές περιόδους, μπορεί να επηρεάσει τη δομή και τη συνοχή του εγκεφαλικού ιστού, τη νευρονική μετανάστευση και τη συναπτογένεση και να δράσει μέσω επιγενετικών μηχανισμών επηρεάζοντας το αναπτυξιακό προσδόκιμο του ατόμου. Οι επιδράσεις του υποσιτισμού, κυρίως σε χρόνια βάση, σε συνδυασμό με το γενετικό δυναμικό του κάθε ατόμου, μπορούν να οδηγήσουν σε παθολογική ή μη αναπτυξιακή πορεία. Για παράδειγμα, έχει βρεθεί ότι νεογνά με χαμηλό βάρος γέννησης σε αναπτυγμένες χώρες, με υψηλό κοινωνικοικονομικό επίπεδο (υψηλής θρεπτικής αξίας διατροφή), βρίσκονται σε χαμηλότερο κίνδυνο για αναπτυξιακά προβλήματα, σε σχέση με αντίστοιχα νεογνά χαμηλού βάρους, τα οποία θα γεννηθούν σε μειονεκτικότερα περιβάλλοντα. Τα παιδιά αυτά, συχνά έχουν ελλιπή σωματική ανάπτυξη, ελλείμματα σε κινητικές και γνωσιακές δεξιότητες, χαμηλότερο δείκτη νοημοσύνης, αρρωσταίνουν συχνότερα και εμφανίζουν περισσότερες επιπλοκές των κοινών λοιμώξεων, είναι λιγότερο κινητικά και κοινωνικά, ενώ συχνά εμφανίζουν προβλήματα συμπεριφοράς, προσοχής και συναισθήματος.
Η πορεία αυτή, αναπτυξιακής έκπτωσης, είναι αναστρέψιμη;
Παράγοντες που φαίνεται να επιδρούν και να τροποποιούν την επίδραση του υποσιτισμού σε νεαρή ηλικία είναι το υψηλό κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, η γνωσιακή ενεργοποίηση από τη νηπιακή κιόλας ηλικία, η αντισταθμιστική επιτάχυνση της αύξησης, η μετέπειτα ισορροπημένη σε θρεπτικά συστατικά και η παρατεταμένη διάρκεια του αποκλειστικού μητρικού θηλασμού. Ο μητρικός θηλασμός έχει αποδειχθεί ότι βελτιώνει τη νοητική ανάπτυξη του ατόμου πολλαπλώς. Το μητρικό γάλα είναι προϊόν υψηλής βιολογικής αξίας για το βρέφος, περιέχει θρεπτικά συστατικά, βιταμίνες, ιχνοστοιχεία, διαλυτές ανοσοσφαιρίνες, ορμόνες και πρεβιοτικά. Πέρα από τη θρεπτική του αξία, η ίδια η πράξη του μητρικού θηλασμού βελτιώνει τη σχέση μητέρας-βρέφους, επισφραγίζει την ποιότητα και τη σταθερότητα του συναισθηματικού δεσμού, με αποτέλεσμα την καλύτερη νοητική και συναισθηματική ανάπτυξη του βρέφους. Ο μητρικός θηλασμός με την ορμονική διέγερση στον εγκέφαλο της μητέρας, συμβάλει στη μείωση του άγχους και των αρνητικών συναισθημάτων της, με αποτέλεσμα επιπλέον ενίσχυση του δεσμού, παροχή καλύτερης φροντίδας και αρτιότερη ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του βρέφους.
Πέρα από το μητρικό θηλασμό, έχει βρεθεί πως και άλλα θρεπτικά συστατικά παίζουν σημαντικό ρόλο στην αρτιότερη νευροαναπτυξιακή εξέλιξη του ατόμου. Το ιώδιο, ο σίδηρος, ο ψευδάργυρος τα πολυακόρεστα λιπαρά οξέα (α-λινολενικό οξύ, δοκοσαεξανοϊκό οξύ, αραχιδονικό οξύ), το φυλλικό οξύ, οι βιταμίνες και άλλα ιχνοστοιχεία είναι μερικά από αυτά. Πολλά από τα συστατικά αυτά, αποτελούν δομικά συστατικά των κυτταρικών μεμβρανών, του εγκεφαλικού ιστού και των ορμονών, αλλά και συμπαράγοντες ή καταλύτες μεταβολικών διεργασιών του οργανισμού, ενώ πολλά προσλαμβάνονται αποκλειστικά μέσω της διατροφής, αφού δεν μπορούν να συντεθούν στο σώμα.
Αν και φαντάζει αυτονόητο ότι ημερησίως ο καθένας μπορεί να προσλάβει σχεδόν όλα τα απαραίτητα συστατικά με την τροφή, αυτό δεν ισχύει, αφού υπολογίζεται ότι το 25% του παγκόσμιου πληθυσμού πάσχει από σιδηροπενική αναιμία, το 33% έχει ανεπαρκή πρόσληψη ψευδαργύρου, ενώ το 30% ανεπαρκή πρόσληψη ιωδίου. Υπολογίζεται ότι 200 εκατομμύρια παιδιά κάτω από 5 χρονών, που ζουν σε χαμηλού και μέσου οικονομικού επιπέδου χώρες, δε θα καταφέρουν να φτάσουν το αναπτυξιακό τους δυναμικό και ένας σημαντικός παράγοντας θα είναι η ανεπαρκής πρόσληψη θρεπτικών συστατικών. Η διατροφή, φαίνεται πως αποτελεί σημαντικό τροποποιητικό παράγοντα της νευροαναπτυξιακής εξέλιξης του ατόμου. Μπορεί να επηρεάσει τη σωματική αλλά και τη ψυχοσαυναισθηματική του ανάπτυξη. Χαμηλή ποιότητα τροφής ή ανεπαρκής ημερήσια πρόσληψη θρεπτικών συστατικών, είναι παράγοντες ζωτικής σημασίας, για την αναπτυξιακή ολοκλήρωση ή μη, του ατόμου. Όλα τα παιδιά πρέπει να μπορούν να εκπληρώσουν το αναπτυξιακό τους δυναμικό. Ας τα βοηθήσουμε, παρέχοντας τους πλούσια διατροφικά γεύματα, καθημερινά!
Δέσποινα Α. Μπαστάκη, Παιδίατρος, MD, PhD