Οι αλλεργίες που εμφανίζονται συχνότερα την άνοιξη είναι η αλλεργική ρινίτιδα, η αλλεργική επιπεφυκίτιδα και το αλλεργικό άσθμα.Τα συμπτώματα που προκαλεί η αλλεργική ρινίτιδα είναι καταρροή (έκκριση «σαν νερό»), φτερνίσματα, ρινική συμφόρηση (μπούκωμα) και κνησμός (φαγούρα) στο ρινοφάρυγγα και τα αυτιά.
Η αλλεργική επιπεφυκίτιδα παρουσιάζεται με κνησμό, ερυθρότητα (κοκκίνισμα) οφθαλμών, οίδημα, δακρύρροια και φωτοφοβία. Το αλλεργικό βρογχικό άσθμα ποικίλλει σε συμπτωματολογία ανάλογα με το πόσο βαρύ είναι, εμφανίζεται, δε, με βήχα, συριγμό στην αναπνοή, δύσπνοια και βάρος στο στήθος. Η αλλεργική ρινίτιδα επηρεάζει περίπου το 20% του συνολικού πληθυσμού, γεγονός που την καθιστά την πιο διαδεδομένη χρόνια μη μεταδοτική νόσο.
Το αλλεργικό άσθμα, φλεγμονώδης διαταραχή που οδηγεί σε στένωση των αεραγωγών, αποτελεί ένα παγκόσμιο πρόβλημα που επηρεάζει περίπου 300 εκατομμύρια άτομα σε όλον τον κόσμο. Αφορά άτομα στην παραγωγική ηλικία σε ποσοστό 4-7%, ενώ στα παιδιά το ποσοστό φτάνει το 15-20%.
Η κληρονομικότητα, ο τρόπος διαβίωσης στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις, αλλά και η κλιματική αλλαγή παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στη συνεχή αύξηση της συχνότητας των αλλεργικών νοσημάτων. Η κλιματική αλλαγή δημιουργεί παγκοσμίως αύξηση της θερμοκρασίας, παρατεταμένες περιόδους ξηρασίας, ακραία καιρικά φαινόμενα, αιτίες που τροποποιούν την εποχική κατανομή των αλλεργιογόνων. Σημαντική είναι και η επίδραση των ατμοσφαιρικών ρύπων στην κλινική εικόνα των νοσημάτων του αναπνευστικού, αφού αυξάνει τους μεσολαβητές της αλλεργικής φλεγμονής. Τα κυκλοφορούντα μικροσωμάτια ρύπων επιδεινώνουν την αλλεργική ρινοεπιπεφυκίτιδα και το άσθμα, αλλά και τη βρογχική υπεραντιδραστικότητα και τη συχνότητα εμφάνισης κρίσεων άσθματος.
Τα μείζονα αλλεργιογόνα στη χώρα μας είναι τα αγρωστώδη (γρασίδια δημητριακά), η παριετάρια, η ελιά και τα ακάρεα σκόνης. Η έκθεση σε κάποιο αλλεργιογόνο μπορεί να προκαλέσει άμεση εμφάνιση συμπτωμάτων από τη μύτη, τους οφθαλμούς και τους πνεύμονες, που είναι τα όργανα-στόχος των αεροαλλεργιογόνων.
Κατά τη διάρκεια της άνοιξης συστήνεται η αποφυγή περιπάτων ή εργασιών σε λιβάδια με αγρωστώδη και παριετάρια, καθώς και σε ελαιώνες. Επίσης, συστήνεται η χρήση γυαλιών ηλίου και κράνους για τους δικυκλιστές και ο αερισμός των κατοικιών κατά τις πρωινές ώρες, αφού η απελευθέρωση της γύρης ευνοείται από τον ήλιο.
Ο αλλεργιολόγος είναι ο ειδικός που μπορεί να διαπιστώσει σε τι ακριβώς είμαστε αλλεργικοί μέσω των δερματικών δοκιμασιών διά νυγμού, τα γνωστά «αλλεργικά τεστ». Τα αλλεργικά τεστ γίνονται για να τεκμηριωθεί αιτιολογικά η νόσος και για να βοηθηθεί ο ασθενής με ειδική και εξατομικευμένη θεραπεία, την «απευαισθητοποίηση».
Η «απευαισθητοποίηση» (εμβόλια) πρέπει να γίνεται μόνο από αλλεργιολόγο, ο οποίος υπεύθυνα, με γνώση και εμπειρία θα επιλέξει σωστά το ένοχο αλλεργιογόνο. Αυτή είναι η μόνη λύση παρέμβασης και οριστικής απαλλαγής του ασθενούς από τα συμπτώματά του, αφού στοχεύει στην επίτευξη ανοσολογικής ανοχής, έτσι ώστε να αρχίσει ο οργανισμός να απαντά στο αλλεργιογόνο με φυσιολογικό μηχανισμό για το υπόλοιπο της ζωής του.
Η συμπτωματική εποχική θεραπεία (ρινικά στεροειδή, ρινικά αντιισταμινικά, κολλύρια, αντιισταμινικά δισκία και εισπνεόμενα βρογχοδιασταλτικά και κορτικοστεροειδή) είναι ένας τρόπος για να υπάρξει μερική ανακούφιση από τα συμπτώματα.
Η συνεχής παρακολούθηση του αλλεργικού ασθενή από αλλεργιολόγο είναι επιβεβλημένη, αφού το 45% περίπου αυτών που πάσχουν από αλλεργική ρινίτιδα θα προσβληθεί στη διάρκεια της ζωής του και από αλλεργικό άσθμα.
Η ευαισθητοποίησή μας προς το περιβάλλον και ο τρόπος που ζούμε είναι τα ισχυρότερα όπλα για τη μη εκτροπή του ανοσοποιητικού μας συστήματος και, τελικά, για την προστασία μας από τη συνεχή αύξηση των αλλεργιών.
Πώς ξεχωρίζουμε την αλλεργία από τον κορωνοϊό;
• Η εποχική αλλεργική ρινίτιδα επαναλαμβάνεται κάθε άνοιξη και χαρακτηρίζεται από φτερνίσματα μπούκωμα ή/ και καταρροή, φαγούρα στον στοματοφάρυγγα, στη μαλθακή υπερώα (ουρανίσκο), στα αυτιά και στη μύτη, ενώ συχνά συνυπάρχει με αλλεργική επιπεφυκίτιδα, με κύρια συμπτώματα τα κόκκινα, οιδηματώδη μάτια, τις υδαρείς διαφανείς εκκρίσεις, τον κνησμό, τη φωτοφοβία, τη δακρύρροια.
• Η αλλεργική ρινίτιδα έχει ως αιτία τις αερομεταφερόμενες γύρεις και όχι λοιμογόνους παράγοντες, όπως είναι ο κορωνοϊός. Αυτός είναι και ο λόγος που η αλλεργική ρινίτιδα δεν συνοδεύεται από πυρετό, εκτός κι αν έχουν δημιουργηθεί επιπλοκές, όπως παραρρινοκολπίτιδα κ.ά.
• Η έντονη καταβολή δυνάμεων, οι αρθραλγίες και οι μυαλγίες είναι χαρακτηριστικό σύμπτωμα της λοίμωξης από κορωνοϊό, κάτι που δεν παρατηρείται στην εποχική αλλεργική ρινίτιδα.
• Κοινό χαρακτηριστικό είναι ο βήχας και η δύσπνοια, ωστόσο ο αλλεργικός ασθενής με αλλεργικό άσθμα, το γνωρίζει αυτό και παρακολουθείται από Αλλεργιολόγο. Θα πρέπει μάλιστα να σημειωθεί, ότι η συχνότητα του αλλεργικού άσθματος στην Ελλάδα αναλόγως της ηλικίας είναι κατά μέσο όρο περίπου 70%, σε σχέση με το μη αλλεργικής αιτιολογίας βρογχικό άσθμα.
Σε κάθε περίπτωση, αν κάποιος ασθενής υποψιαστεί ότι έχει προσβληθεί από κορωνοϊό, η καλύτερη συμβουλή είναι η ψυχραιμία, η παραμονή στο σπίτι για αποφυγή συνωστισμού και μετάδοσης του ιού και η επικοινωνία με τον θεράποντα ιατρό.
Ζωή Ι. Δεμέστιχα, Ιατρός – Αλλεργιολόγος