Οι φλεγμονές του αιδοίου και του κόλπου αφορούν το 87% περίπου του συνόλου των προβλημάτων από τα γεννητικά όργανα που παρουσιάζονται στην παιδική ηλικία και παρατηρούνται συχνότερα στο ηλικιακό φάσμα μεταξύ 2 και 7 χρόνων. Τα αίτιά τους μπορεί να είναι μη ειδικά, δηλαδή στις καλλιέργειες να μην απομονώνεται κάποιος μικροοργανισμός, και καίριο ρόλο διαδραματίζει η κακή υγιεινή της περιοχής. Τα ειδικά αίτια μπορεί να είναι μη μολυσματικής αιτιολογίας (π.χ. φυσικοί-χημικοί παράγοντες, αλλεργιογόνες ουσίες, ανατομικές ανωμαλίες ουροποιητικού κ.ά.) ή μολυσματικής αιτιολογίας: βακτήρια (π.χ. E. coli), μύκητες (π.χ. Candida albicans), πρωτόζωα (Trichomonas vaginalis) και έλμινθες.
Οι κύριοι προδιαθεσικοί παράγοντες για την ανάπτυξη κάποιας φλεγμονής σε αυτήν την ηλικία είναι ανατομικοί (στενή σχέση πρωκτού-αιδοίου-κόλπου), ορμονικοί (απουσία οιστρογόνων), ενώ σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η δομή του κολπικού επιθηλίου (λεπτό-ατροφικό-ουδέτερο Ph-στερείται γλυκογόνου και απουσιάζει ο γαλακτοβάκιλλος).
Τα κύρια συμπτώματα που εντοπίζονται είναι κολπική υπερέκκριση, ερύθημα, δυσουρικά ενοχλήματα, πόνος και τοπικό οίδημα, ενώ μπορεί να παρατηρηθoύν σύμμυση των μικρών χειλέων του αιδοίου και σταγονοειδής κολπική αιμόρροια. Η λήψη υλικού για καλλιέργεια αερόβιων και αναερόβιων παθογόνων μικροοργανισμών, καθώς και για Mucoplasma hominis και Ureaplasma urealyticum μέσα από τον κόλπο κρίνεται πάντοτε απαραίτητη, ενώ το άμεσο κολπικό παρασκεύασμα θέτει τ η διάγνωση της τριχομοναδικής κολπίτιδος.
Οι φλεγμονές του αιδοίου και του κόλπου μπορεί να συνυπάρχουν, λόγω της ανατομικής γειτνίασης, με φλεγμονές του ουροποιητικού, οπότε πολλές φορές δεν θα πρέπει να παραβλέπεται η λήψη γενικής και καλλιέργειας ουρών στα νεαρά κορίτσια.
Θεραπεία
Για τις μη ειδικές λοιμώξεις, οι πλύσεις με χαμομήλι και η τήρηση των κανόνων υγιεινής αποτελούν τα βασικότερα θεραπευτικά και προληπτικά μέτρα. Η χρήση αντισηπτικών αντενδείκνυται.
Αντίθετα, η αντιμετώπιση των ειδικών μορφών γίνεται βάσει αντιβιογράμματος, με συστηματική και/ή τοπική χορήγηση θεραπείας και πάντοτε με τήρηση των κανόνων υγιεινής.
Εφηβεία και ενήλικη ζωή
Στην εφηβεία και την ενήλικο ζωή της γυναίκας, λόγω της ενεργού σεξουαλικής δραστηριότητας, πλην των ανωτέρω, προστίθεται και η πιθανότητα φλεγμονών του αιδοίου και του κόλπου, μέσω κάποιου Σεξουαλικώς Μεταδιδομένου Νοσήματος (ΣΜΝ). Μάλιστα, κάθε χρόνο παρατηρούνται παγκοσμίως 448 εκατομμύρια νέες λοιμώξεις θεραπεύσιμων ΣΜΝ (σύφιλη, χλαμύδια, γονόρροια, τριχομονάδα) σε γυναίκες ηλικίας 15-49 ετών, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται σε αυτά οι ιοί HIV και HPV. Τα ΣΜΝ είναι ο κύριος λόγος αναστρέψιμης υπογονιμότητας μεταξύ των γυναικών.
Η διαρκώς μειωμένη μέση ηλικία έναρξης της πρώτης σεξουαλικής επαφής και η συμμετοχή σε υψηλού κινδύνου σεξουαλικές συμπεριφορές (π.χ. μη χρήση ανδρικού προφυλακτικού) κατά την εφηβεία αυξάνουν τον κίνδυνο μόλυνσης από κάποιο ΣΜΝ. Τα πιο συχνά Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενα Νοσήματα περιλαμβάνουν: βακτήρια (χλαμύδια, γονόρροια, σύφιλη), τον ιό του έρπητα (HSV), των ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV), της ανοσοανεπάρκειας (HIV/AIDS), της ηπατίτιδας Β (HBV) και της ηπατίτιδας C (HCV), μύκητες και πρωτόζωα (τριχομονάδα).
Αυτά εκδηλώνονται με κνησμό του αιδοίου, πόνο, διόγκωση ή εμφάνιση φυσαλίδων στα γεννητικά όργανα, στον πρωκτό ή στο στόμα, κολπική υπερέκκριση, δύσοσμη ή μη, αίσθημα πληρότητας στον κόλπο και συχνουρία-δυσουρία. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι η διάγνωση του κάθε ΣΜΝ τίθεται μετά από εξειδικευμένη για αυτό διενέργεια εξέτασης, ενώ η θεραπεία για το κάθε ΣΜΝ είναι ξεχωριστή, στοχευμένη, εξατομικευμένη και θα πρέπει πάντοτε να υποβάλλεται σε αυτήν και ο σεξουαλικός σύντροφος.
Ιδιαίτερη μνεία χρήζει ο ιός HPV, καθώς τουλάχιστον 80% των γυναικών θα έχει μολυνθεί με τον ιό μέχρι την ηλικία των 50 ετών. Ο ιός ανήκει στην οικογένεια των ιών των ανθρωπίνων θηλωμάτων και μάλιστα έχουν αναγνωρισθεί πάνω από 200 γενότυποί του. Η HPV λοίμωξη μεταδίδεται κυρίως μέσω της διεισδυτικής ή μη σεξουαλικής επαφής, ενώ το προφυλακτικό δεν προσφέρει απόλυτη προστασία, καθώς αφήνει ακάλυπτα μέρη των γεννητικών οργάνων. Οι έφηβες είναι πιο ευαίσθητες στη μόλυνση από τον ιό, λόγω της ατελούς τοπικής ανοσίας που εμφανίζουν, αλλά και λόγω της αυξημένης επιρρέπειας σε μικροτραυματισμούς κατά τη σεξουαλική επαφή και της ανεπαρκούς παραγωγής τραχηλικής βλέννης, η οποία μπορεί να δρα ως φραγμός στη μόλυνση. Ο HPV ανιχνεύεται στο 99,7% των καρκίνων του τραχήλου της μήτρας. Υπάρχουν χαμηλού κινδύνου ορότυποι του ιού, οι οποίοι προκαλούν τα γεννητικά κονδυλώματα, και υψηλού κινδύνου ορότυποι, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για τα περιστατικά καρκίνων του τραχήλου της μήτρας.
Η πρωτογενής πρόληψη έναντι του HPV επιτυγχάνεται μέσω των αντι-HPV εμβολίων, ενώ η δευτερογενής πρόληψη αφορά την προσυμπτωματική διάγνωση της νόσου κατά τα αρχικά της στάδια μέσω της δοκιμασίας κατά Παπανικολάου.
Είναι σημαντικό, δε, να αναφερθεί πως το 2002 ξεκίνησε η μελέτη για το εμβόλιο έναντι του HPV και συμμετείχαν συνολικά 23 κέντρα από όλο τον κόσμο (ένα εξ αυτών ήταν το Τμήμα Παιδικής-Εφηβικής Γυναικολογίας της Β’ Μαιευτικής και Γυναικολογικής Κλινικής του «Αρεταίειου» Νοσοκομείου), όπου συμπεριελήφθησαν συνολικά 20.541 νεαρές γυναίκες, ηλικίας 16 έως 23 ετών.
Συμπερασματικά, οι φλεγμονές του αιδοίου και του κόλπου επηρεάζουν όχι μόνο τις ενήλικες γυναίκες, αλλά και τα νεαρά κορίτσια από την αρχή μάλιστα της παιδικής τους ηλικίας μέχρι και το πέρας της εφηβείας τους. Η πρώιμη διάγνωση, ο τακτικός προληπτικός έλεγχος και η κατάλληλη θεραπεία, αν επιβεβαιωθεί η νόσος, η έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωση και εκπαίδευση, η χρήση προφυλακτικού σε κάθε τύπου επαφή και η εύκολη και δωρεάν πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας αποτελούν ακρογωνιαίους λίθους της ορθής αντιμετώπισης των φλεγμονών του αιδοίου και του κόλπου, καθώς και των ΣΜΝ. Πολλές φορές κρίνεται απαραίτητη, δε, η παραπομπή αυτών των περιστατικών σε εξειδικευμένα κέντρα αναφοράς Παιδικής & Εφηβικής Γυναικολογίας.