Σύμφωνα με τη σύγχρονη αντίληψη, η εφηβεία είναι μια έντονα προγραμματισμένη, βιολογική διαδικασία που επηρεάζει τη συμπεριφορά, τη συναισθηματική ευεξία και τη γενικότερη υγεία με πολλούς τρόπους. Το στρες και οι αλλαγές στη συμπεριφορά εν μέρει σχετίζονται και με τις ορμονικές μεταβολές της εφηβείας που επηρεάζουν τη δομή και τη λειτουργία του αναπτυσσόμενου εγκεφάλου. Από την άλλη πλευρά, η σύγχρονη έννοια της εφηβείας μεταβάλλεται ραγδαία, καθώς η ηλικία έναρξης της ενήβωσης μειώνεται, ενώ η ηλικία επίτευξης ώριμων κοινωνικών ρόλων αυξάνεται. Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της εξέλιξης του ανθρώπου που η βιολογική ενήβωση, δηλαδή το νευροενδοκρινικό στοιχείο της εφηβείας, προηγείται σημαντικά της ηλικίας επιτυχούς λειτουργικότητας ως ενηλίκου, που συνιστά το ψυχοκοινωνικό στοιχείο της εφηβείας. Η πολυπλοκότητα της σύγχρονης κοινωνίας, η οικογενειακή κρίση, η πίεση από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, η πολυπολιτισμική κοινωνία, η ανεργία, η φτώχεια, η προσδοκία παρατεταμένης μόρφωσης και καθυστερημένης αναπαραγωγικής διαδικασίας οδηγούν σε καθυστέρηση της ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης των νέων ατόμων. Σήμερα, οι νέοι άνθρωποι παραμένουν περισσότερο χρόνο στην εκπαίδευση, καθυστερώντας την εργασία, τον γάμο και την τεκνοποίηση, με αποτέλεσμα να καθίσταται πλέον ασαφές το τέλος της εφηβείας. Παρά τη διαδεδομένη νομική της σημασία, η ηλικία των 18 ετών, σε πολλές χώρες, δεν δηλώνει πλέον την ενηλικίωση του εφήβου.
Αυτή η αναντιστοιχία (mismatch) στην ηλικία βιολογικής και ψυχοκοινωνικής ωρίμανσης ασκεί ουσιαστική πίεση στους σύγχρονους εφήβους που βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο για στρες και άλλες ψυχοκοινωνικές διαταραχές. Η σύγχρονη προσέγγιση για τη βελτίωση της ψυχικής υγείας και την αντιμετώπιση του εφηβικού στρες σε παγκόσμιο επίπεδο έχει μετακινηθεί πέρα από την παραδοσιακή μείωση των παραγόντων κινδύνου και επικεντρώνεται σε προστατευτικούς κοινωνικούς καθοριστικούς παράγοντες, που, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, είναι «οι καταστάσεις στις οποίες οι άνθρωποι γεννιούνται, αναθρέφονται, ζουν, εργάζονται και γερνούν». Οι γονείς αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες της υγείας σε όλη τη διάρκεια της ζωής των εφήβων και πρέπει να ενισχύουν τις ικανότητες και τις εσωτερικές δυνάμεις τους, ώστε να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά το στρες, να επανακάμπτουν από τις αντιξοότητες και να εκδηλώνουν συμπεριφορές που προάγουν την υγεία τους, δηλαδή να αναπτύξουν ψυχική ανθεκτικότητα (resilience). Η ψυχική ανθεκτικότητα χαρακτηρίζεται από επτά αναπόσπαστα, αλληλοσχετιζόμενα χαρακτηριστικά: Την επάρκεια (competence), την αυτοπεποίθηση (confidence), τη σύνδεση (connection), τον χαρακτήρα (character), τη συμβολή (contribution), την αντιμετώπιση (coping) και τον έλεγχο (control). Οι έφηβοι πρέπει να νιώσουν επάρκεια για να αποκτήσουν αυτοπεποίθηση. Χρειάζονται βαθιά σύνδεση με τουλάχιστον έναν ενήλικο για να ενισχύσουν την επάρκεια. Χρειάζονται χαρακτήρα για να μάθουν πώς να συμβάλουν στις οικογένειές τους και στον κόσμο και ο χαρακτήρας σφυρηλατείται μέσω των βαθιών συνδέσεων με τους άλλους. Η συμβολή χτίζει τον χαρακτήρα και δυναμώνει περαιτέρω τις συνδέσεις. Οι έφηβοι που συμβάλλουν στην κοινωνία αποκτούν αυτοπεποίθηση, καθώς νιώθουν όλο και πιο επαρκείς και αυτό τους δίνει αυξημένη αίσθηση ελέγχου. Οι έφηβοι με αίσθηση ελέγχου πιστεύουν στην ικανότητά τους να λύνουν τα προβλήματα, έτσι ώστε να αντιμετωπίζουν επίμονα ένα πρόβλημα μέχρι να βρούνε λύση. Όταν οι έφηβοι συνειδητοποιούν ότι μπορούν να ελέγξουν την έκβαση των αποφάσεων και των πράξεών τους, είναι πιθανότερο να μάθουν πως έχουν την ικανότητα να κάνουν αυτό που χρειάζεται για να επανακάμψουν και να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά το στρες.
Η ψυχική ανθεκτικότητα αποτελεί μέρος της ψυχοσύνθεσης των παιδιών και των εφήβων. Τα παιδιά και οι έφηβοι είναι γεννημένοι με δυνάμεις και ικανότητες να αντιμετωπίζουν το στρες, να αντεπεξέρχονται στις αντιξοότητες, να μαθαίνουν από τα λάθη τους και να ωριμάζουν σε υπεύθυνους, ικανούς ενήλικες. Όμως δεν μπορούν να αναπτύξουν και να ενεργοποιήσουν τις εσωτερικές δυνάμεις τους, εκτός αν τους δοθούν ευκαιρίες να το κάνουν. Για να γίνουν δυνατοί, οι έφηβοι χρειάζονται αγάπη χωρίς όρους, απόλυτη ασφάλεια και βαθιά σύνδεση με τουλάχιστον έναν ενήλικο. Οι γονείς είναι οι πιο σημαντικές πηγές αγάπης, υποστήριξης και καθοδήγησης για τα παιδιά και τους εφήβους και γι’ αυτό έχουν τη μεγαλύτερη επίδραση στη δόμηση της ψυχικής ανθεκτικότητάς τους. Τίποτα από αυτά που λένε οι γονείς δεν είναι τόσο σημαντικά όσο αυτά που τους βλέπουν οι έφηβοι να κάνουν οι ίδιοι σε καθημερινή βάση και σε περιόδους κρίσης. Το να ακούνε τους εφήβους με προσοχή είναι πιο σημαντικό από οτιδήποτε μπορούν να πουν οι γονείς, τόσο σε καταστάσεις ρουτίνας όσο και σε στιγμές κρίσης. Οι έφηβοι με ευρύ φάσμα δεξιοτήτων και θετικών στρατηγικών αντιμετώπισης του στρες θα είναι προετοιμασμένοι να ξεπεράσουν οποιαδήποτε κρίση και θα είναι λιγότερο πιθανό να εκδηλώσουν ριψοκίνδυνες συμπεριφορές.
Φλώρα Μπακοπούλου, παιδίατρος Εφηβικής Ιατρικής,
επιστημονική υπεύθυνη Ειδικού Κέντρου Εφηβικής Ιατρικής (ΕΚΕΙ),
έδρα UNESCO Εφηβικής Υγείας και Ιατρικής, Χωρέμειο Ερευνητικό Εργαστήριο
Α’ Παιδιατρική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών, Νοσοκομείο Παίδων «Η Αγία Σοφία»