dyomagazine-kandaraki

Ανθρώπινες σχέσεις «Καμία ανοχή, σε καμία μορφή βίας»

Παιδιά της ίδια μητέρας, της ενδοοικογενειακής βίας, είναι σύμφωνα με την Κλινική Ψυχολόγο Ψυχοθεραπεύτρια, Δρα της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και Διευθύντρια του Ψυχοθεραπευτικού Κέντρου Therapy Nest, Άννα Κανδαράκη, όλα τα είδη βίας που βιώνουμε ως κοινωνία.

Στην πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξή της στο περιοδικό ΔΥΟ, η ίδια επισημαίνει ότι μια κακοποιητική σχέση, όπως και κάθε σχέση, χρειάζεται δύο και πως κανείς δεν μπορεί να γίνει κακοποιητικός εάν δεν του το επιτρέψουμε.

Παρατηρούμε διαρκώς μια έκρηξη στη βία γύρω μας: ενδοοικογενειακή, ενδοσχολική, βία με θύματα γυναίκες, βία με θύματα παιδιά. Βία σωματική, αλλά και σεξουαλική. Πού οφείλεται αυτή η έκρηξη; 

Έχει σημασία να κατανοήσουμε ότι οποιοδήποτε επιθετικό προσδιορισμό και να βάλουμε δίπλα από τη λέξη βία -έμφυλη, σχολική, εφηβική, σεξουαλική- όλες οι μορφές της είναι παιδιά της ίδιας μητέρας: της ενδοοικογενειακής βίας.
Η βιβλιογραφία δείχνει ότι εκείνος που ασκεί βία μέσα στην εργασία του είναι εκείνος που έχει ασκήσει βία στο σχολείο και είναι ο ίδιος αντίστοιχα που έχει βιώσει βία μέσα στην οικογένειά του. Υπάρχει δηλαδή εξοικείωση με τη βία από την παιδική ηλικία.
Αν δεν πιάσουμε το νήμα της βίας -κρυφής ή φανερής- μέσα στην οικογένεια, το φαίνομενο θα συνεχίσει να εντείνεται και να επεκτείνεται.

Υπήρξε μια αλματώδης αύξηση της βίας της τάξης του 20% στη διάρκεια των lockdown. Σε ολόκληρη την Ευρώπη παρατηρήθηκε αύξηση των κλήσεων βοήθειας σε γραμμές για θύματα βίας τους πρώτους 9 μήνες της πανδημίας. Ήταν παράγοντας τα lockdown, «απόνερα» των οποίων βλέπουμε ακόμη και σήμερα; 

Η πανδημία ξεκίνησε ως μια υγειονομική κρίση και εξελίχθηκε σε υπαρξιακή κρίση. Θέσαμε ερωτήματα όπως: Τι είναι η ζωή; Τι είναι ο θάνατος; Πότε η ελευθερία μπαίνει πάνω από την ίδια τη ζωή; Πόση αξία έχει η ζωή χωρίς την ελευθερία και την ανθρώπινη επαφή;  Βιώσαμε σημαντικές απώλειες βασικών μας αναγκών, όπως είναι η ελευθερία και η ανθρώπινη επαφή.
Ένας τέτοιος περιορισμός μπορεί να οδηγήσει σε ενστικτώδεις μηχανισμούς επιβίωσης, που πάνω στο κατάλληλο υπόβαθρο μπορούν να βγουν ακατέργαστοι προς τα έξω, μέσα από τη βία και την επίθεση. Και όταν λέμε «να βγουν» εννοούμε σε κάποιον άλλο ή στον εαυτό μας. Γι’ αυτό είδαμε και αύξηση στη χρήση ουσιών και των αυτοκαταστροφικών συμπεριφορών.
Την ίδια στιγμή το lockdown δεν επέτρεπε τους περιφερειακούς αντιπερισπασμούς αποσυμπίεσης, όπως είναι τα ταξίδια, τα ψώνια, τα γήπεδα, οι συναντήσεις με φίλους. Μείναμε ξαφνικά μέσα σ’ ένα σπίτι μόνοι με τις επιλογές μας και κάποιες φορές καταλάβαμε δυστυχώς ότι αυτές οι επιλογές είναι κακοποιητικές. Επομένως «φυλακιστήκαμε με τις επιλογές μας».
Στην πανδημία θύτης και θύμα βρέθηκαν κλεισμένοι μέσα, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα διαφυγής.  Προσέξτε όμως. Δεν δημιούργησε η πανδημία τον θύτη ή το θύμα. Αυτοί οι ρόλοι προϋπήρχαν και απλώς ενισχύθηκαν κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες, δεδομένου ότι δεν υπήρχαν πλέον οι εύκολες, γνώριμες λύσεις.Ούτε ο θύτης μπορούσε να διοχετεύσει την ένταση και τον θυμό του μέσα από συναθροίσεις ούτε το θύμα αντίστοιχα μπορούσε να κουκουλώσει ή να υποτιμήσει τον πόνο μέσα από την επικοινωνία με κάποιο συγγενή ή φίλο. Άλλωστε, όλα αυτά είναι υποκατάστατα και σε καμία περίπτωση λύσεις.
Γι’ αυτό και οι κλήσεις σε τηλεφωνικές γραμμές βοήθειας μπορεί όντως να έγιναν η μόνη δυνατότητα διεξόδου.

Μιλούν περισσότερο σήμερα οι γυναίκες και τα παιδιά για τη βία;

Φαίνεται πως η πανδημία μπορεί να βοήθησε σε αυτό. Ήταν σαν να κλείσαμε τις πόρτες του σπιτιού μας και να ανοίξαμε περισσότερο τα αυτιά μας, τα μάτια μας, τις ψυχές μας. Να ακούσουμε. Και όταν αισθανθήκαμε ότι μας ακούν, αντίστοιχα τολμήσαμε και να μιλήσουμε. Βασική προϋπόθεση του ομιλητή είναι το ακροατήριο. Τώρα μιλάμε περισσότερο γιατί είμαστε και έτοιμοι να ακούσουμε περισσότερο.
Μοιάζει σαν να είμαστε περισσότερο έτοιμοι να διαχωρίσουμε την ευθύνη του θύτη και να δεχτούμε την ολοκληρωτική απενοχοποίηση του θύματος, ειδικά στις περιπτώσεις της σεξουαλικής κακοποίησης, όπως στην περίπτωση του me too. Μας ενδιαφέρει η ουσία των σχέσεών μας και όχι μόνο η επιφάνεια. Έχουμε πραγματικό νοιάξιμο και όχι αρρωστημένη περιέργεια για το τι συμβαίνει στον διπλανό, κι αυτό ήταν κάτι που επίσης μας έμαθε η πανδημία. Ότι, δηλαδή, αυτό που συμβαίνει στον διπλανό, δεν είναι μακριά. Μας αφορά.

Τι ρόλο έχει παίξει η ύπαρξη κοινωνικών λειτουργών/ψυχολόγων στα σχολεία; 

Η ύπαρξη εκπαιδευμένου προσωπικού σε ζητήματα ψυχικής υγείας είναι μια μεγάλη βοήθεια, τόσο για τους εκπαιδευτικούς όσο και για τους γονείς. Το σχολείο είναι το δεύτερο περιβάλλον όπου το παιδί μαθαίνει να συσχετίζεται. Εκεί μπορεί ένα έμπειρο μάτι να εντοπίσει λανθασμένες συμπεριφορές και τραύματα που μπορεί να κουβαλάει ένα παιδί. Αρχικά, λοιπόν, η παρουσία τους είναι σημαντική για να εντοπιστούν προβλήματα που μπορεί να υπάρχουν και να μην έχουν γίνει εμφανή μέσα στην οικογένεια.

Σε δεύτερη ανάγνωση, ο ειδικός έρχεται να δώσει βοήθεια, να κατευθύνει, να ενημερώσει τους γονείς και τέλος να δημιουργήσει ένα νέο πλαίσιο, αυτό το θεραπευτικό, στο παιδί που θα μάθει να εμπιστεύεται, να μεταφέρει τη δυσκολία του και να μοιράζεται το συναίσθημά του. Ειδικά εάν στο σπίτι δεν υπάρχουν αυτές οι προϋποθέσεις. Θέλω να είμαι δίκαιη. Η γονεϊκότητα σήμερα είναι μια πολύ περίπλοκη και απαιτητική υπόθεση. Σαν γονιός μέσα σε μια τεράστια μέρα με πολλές υποχρεώσεις και τρέξιμο πρέπει να βρω χρόνο για το παιδί μου και την ίδια στιγμή να καταλάβω τα δικά μου τα σκοτάδια, να μην τα μεταφέρω.Γι’ αυτό και καμαρώνω πολύ τους νέους γονείς που έρχονται και ζητούν βοήθεια. Οι ψυχολόγοι διορθωτικές κινήσεις θα κάνουμε. Οι πρωταγωνιστές για ένα παιδί είναι και θα είναι πάντα οι γονείς.Τι θα ήταν ίσως ένα από τα σημαντικότερα πράγματα που θα έπρεπε να μάθουμε στα παιδιά μας για να εξελιχθούν σε υγιείς προσωπικότητες;  Δεν υπάρχει μεγαλύτερη δύναμη από την ελευθερία. Σημαντικό είναι τα παιδιά να μάθουν να είναι ελεύθερα. Θυμηθείτε ότι φροντίζω σημαίνει φροντίζω για την αυτονομία του άλλου. Εμείς μπερδευόμαστε και νομίζουμε ότι φροντίδα σημαίνει αναλαμβάνω τον άλλο, θυσιάζομαι, βάζω τον εαυτό μου στην άκρη.
Γι’ αυτό και η Ελληνίδα μητέρα έχει μάθει να φροντίζει, αλλά όχι να φροντίζεται. Και αυτή η νοοτροπία της θυσίας, και αντίστοιχα της ενοχής, μεταφέρεται από γενιά σε γενιά.
Τα νέα παιδιά έχει σημασία να νιώσουν ελεύθερα, να χτίσουν αυτονομία, για να μπορούν να βρουν τα δικά τους υλικά, να φτιάξουν τη δική τους ευτυχία.

Ποια είναι τα σημάδια μιας κακοποιητικής σχέσης;

Κανείς δεν μπορεί να γίνει κακοποιητικός, εάν δεν του το επιτρέψουμε. Το υπογραμμίζω αυτό γιατί έχει νόημα να καταλάβουμε ότι η κακοποιητική σχέση, όπως κάθε σχέση, χρειάζεται δύο. Κάποιος να κακοποιεί και κάποιος να ανέχεται.  Η βία συχνά ξεκινάει πιο ήπια, με ένα υποτιμητικό σχόλιο, ένα απαξιωτικό βλέμμα και εξελίσσεται κλιμακωτά. Συναντώ γυναίκες που πρώτα οι ίδιες θα υποτιμήσουν τη βία, που δέχονται ότι «ήταν απλά ένα χαστούκι», «μια σπρωξιά». Εξαρχής, λοιπόν, να πούμε ότι δεν υπάρχει καμία ανοχή σε καμία μορφή βίας.
Ένα ακόμα σημάδι είναι όταν εντοπίζουμε έντονη ζήλεια, πίσω από την οποία τις περισσότερες φορές κρύβονται έλεγχος και περιορισμός. Εδώ πάλι πρέπει να προσέξουμε γιατί ένα κορίτσι που μπορεί να μην έχει λάβει την αντίστοιχη προσοχή στο σπίτι του, μπορεί να καταγράψει αυτή τη συμπεριφορά ως ενδιαφέρον και νοιάξιμο που η ίδια έχει στερηθεί.
Κακοποιητικές σχέσεις συναντάμε επίσης σε κλειστά συστήματα. Σταδιακά, το ζευγάρι κλείνεται, αποκόβεται απο άλλες σχέσεις, με αποτέλεσμα την απομόνωση και τον αυτοεγκλωβισμό. Στόχος είναι η απόλυτη εξάρτηση του θύματος από τον θύτη, να μην υπάρxει καμία αυτονομία. Γι΄αυτό και συχνά βλέπουμε γυναίκες να σταματούν τη δουλειά τους, να μην έχουν τη δική τους οικονομική ανεξαρτησία, ώστε η φυγή τους να γίνεται ακόμα πιο δύσκολη.

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά των θυμάτων; 

Έχει σημασία να δούμε τόσο τον θύτη όσο και το θύμα. Γιατί ο ένας «χρειάζεται» τον άλλο. Θύτης και θύμα πάνε χέρι-χέρι και οι ρόλοι εναλλάσσονται. Θύτης και θύμα έχουν έναν κοινό παρανομαστή: νιώθουν φόβο και ανασφάλεια.  Έχουν στερηθεί την αγάπη και την προσοχή.  Τα αγόρια που εξελίσσονται σε θύτες μεγαλώνουν συχνά με αντιλήψεις που κρύβουν από πίσω έμφυλα στερεότυπα, όπως «τα αγόρια δεν κλαίνε», «οι άντρες δεν πονάνε» και μαθαίνουν να φοβούνται το συναίσθημά τους και τελικά να μη συνδέονται με αυτό. Μαθαίνουν ότι «για να είναι άντρες, θα πρέπει να είναι άτρωτοι και άφοβοι», με αποτέλεσμα να θάβουν οτιδήποτε νιώθουν, να μετατρέπονται σε παγωμένα ρομπότ που από πίσω κρύβουν φοβισμένους, ανασφαλείς ανθρώπους οι οποίοι έχουν ανάγκη τη βία για να επιβληθούν και να υπάρξουν.  Οποιοδήποτε αίσθημα αμφισβήτησης ή απόρριψης καταγράφεται ως απειλή στην οποία απαντούν με ό,τι έχουν μάθει: βία, επιβολή και τρομοκρατία.  Μην ξεχνάτε ότι ο ενήλικας θύτης έχει υπάρξει τις περισσότερες φορές ο ίδιος θύμα στην παιδική του ηλικία.
Αντίστοιχα, τα κορίτσια που μαθαίνουν να ανέχονται τη βία τη γνωρίζουν ήδη μέσα από το σπίτι τους. Έχουν δει τη μαμά να υπομένει, να ανήκει κάπου, στον μπαμπά και μετά στο σύζυγο και στο παιδί της. Και δεν έχουν μάθει να είναι ελεύθερες και αυτόνομες. Θύτης και θύμα είναι δύο άνθρωποι ανελεύθεροι και εγκλωβισμένοι.

Τι ψυχολογική στήριξη και ενδυνάμωση χρειάζεται μια γυναίκα που θέλει να ξεφύγει από μια κακοποιητική σχέση; 

Μια γυναίκα που μένει σε μια κακοποιητική σχέση, συχνά έχει εκπαιδευτεί να ανέχεται και να υπομένει τη βία. Με κάποιο τρόπο της είναι γνώριμη.
Ίσως έχει μεγαλώσει μέσα στα σκληρά έμφυλα στερεότυπα που λένε «η γυναίκα πρέπει να κρατήσει την οικογένεια», «μια μάνα πρέπει να θυσιάζεται για τα παιδιά της», να έχει εκπαιδευτεί να βάζει τον εαυτό της στην άκρη, να τον ξεχνάει και τελικά ακόμα και να τον κακοποιεί.  Χρειάζεται πολλή ουσιαστική δουλειά η ίδια, με όλα όσα κουβαλάει μέσα της, για να ξεφύγει από αυτές τις βαθιά ριζωμένες πεποιθήσεις.  Ουσιαστικά, το φαινόμενο της κακοποίησης μπορεί να εξαλειφθεί μόνο από εκεί που γεννιέται, μέσα στην οικογένεια. Μέσα στο γονεϊκό ζευγάρι, στο πώς επικοινωνούν οι δυο γονείς, στο πώς μεγαλώνουμε τους γιους και τις κόρες μας.

Ποιες είναι οι επιπτώσεις της σεξουαλικής και της σωματικής βίας στα θύματα;

Κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός, γι’ αυτό και ο τρόπος που θα βιώσει και θα καταγράψει ένα τραύμα είναι επίσης μοναδικός.
Θέλει προσοχή να μην κάνουμε γενικεύσεις.  Συναντώ όμως γυναίκες που κουβαλούν αυτό το τραύμα χρόνια, που ίσως τόλμησαν να το πουν στη μητέρα τους κι εκείνη το μείωσε, το υποτίμησε, γιατί και η ίδια φοβήθηκε την αντίδραση, την κριτική. Δεν κακοποιεί μόνο το ίδιο το τραύμα, αλλά και ο τρόπος που θα το φροντίσουμε ή αντίστοιχα θα το αμελήσουμε, θα το κουκουλώσουμε.
Συχνά τα θύματα εκτός από δυσκολίες στην ψυχική τους υγεία, όπως αγχώδεις διαταραχές, κρίσεις πανικού ή συναισθηματικές διαταραχές, όπως η κατάθλιψη, εμφανίζουν δυσκολία εμπιστοσύνης και συσχέτισης. Κλείνονται, φοβούνται, αναπτύσσοντας αισθήματα ενοχής και ντροπής με αποτέλεσμα να παράγουν μοναξιά και να απομονώνονται.
Υπάρχουν βήματα που πρέπει να κάνουμε ως κοινωνία και ως πολιτεία για τον περιορισμό του φαινομένου της βίας;  Η οικογένεια είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας.
Οικογένεια, πολιτεία και σχολείο θα πρέπει να πάνε χέρι -χέρι.  Για να γίνουν τα πρώτα βήματα της αλλαγής θα πρέπει οι γονείς να καταλάβουν τι σκοτάδια κουβαλούν οι ίδιοι στις δικές τους βαλίτσες. Για να μην τα επαναλάβουν. Πρέπει να οργανωθούν συντονισμένες σχολές γονέων, με εκπαιδευμένους ειδικούς.  Ο τρόπος που θα μεγαλώσω το παιδί μου θα καθορίσει το πώς θα σταθεί το ίδιο στο αύριο, στη δική του οικογένεια, στον σύντροφό του, στο παιδί του, στον συνάδελφό του.  Η γονεϊκότητα είναι σκυταλοδρομία, που σημαίνει ότι θα μεταφέρω όσα έχω μάθει απο τον πατέρα μου και εκείνος από τον δικό του. Η βία και η ανοχή αντίστοιχα μεταφέρονται διαγενεακά, από γιαγιά σε μητέρα και από μητέρα σε κόρη, από παππού σε πατέρα και από πατέρα σε γιο.  Σε κάθε περίπτωση η αλλαγή θα πρέπει να ξεκινήσει σήμερα, για να μπορέσουμε να δούμε τα αποτελέσματα πολύ αργότερα.

Φωτογράφιση: Όλγα Τζίμου

Συνέντευξη στο τεύχος ΔΥΟ | Φεβρουάριος 2023