Οι ασθενείς με COVID-19 διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης δυνητικά θανατηφόρων θρόμβων αίματος, ενώ στην ίδια κατηγορία ασθενών διαπιστώνονται υψηλότερα ποσοστά καρδιακών προσβολών και εγκεφαλικών επεισοδίων, με βάση τα αυξανόμενα στοιχεία που έχουν πλέον στα χέρια τους οι ειδικοί σ’ όλον τον κόσμο, τόνισαν οι ομιλητές κατά τη διάρκεια Συνέντευξης Τύπου με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Θρόμβωσης, (13 Οκτωβρίου), στην οποία συμμετέχουν 20 επιστημονικές εταιρείες και έχει την Αρωγή και Στήριξη του Υπουργείου Υγείας.
«Ο ιός SARS–CoV – 2 όπως και ο ιός της γρίπης εισέρχονται σε συμβάματα που αφορούν μηχανισμούς φλεβοθρόμβωσης. Οι παρατηρήσεις των τελευταίων μηνών έχουν καταδείξει τη σημασία της προφύλαξης και της θεραπείας των ασθενών με λοίμωξη COVID 19, λαμβάνοντας υπόψιν θρομβωτικά επεισόδια τα οποία παρουσιάζουν κατά τη διάρκεια της νόσησης. Ιδιαίτερης σημασίας είναι η κατηγοριοποίηση των ασθενών που θα τύχουν παρέμβασης με αντιπηκτική αγωγή, γιατί η παρέμβαση αυτή όπως έχει φανεί σε μελέτες αφορά κυρίως τους νοσηλευόμενους ασθενείς» ανέφερε ο κος Παναγιώτης Γαργαλιάνος-Κακολύρης, Παθολόγος – Λοιμωξιολόγος, Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Λοιμώξεων
«Για τους καρδιολόγους η θρόμβωση είναι πάντα συνδεδεμένη με το έμφραγμα, την πιο απειλητική για τη ζωή θρομβωτική επιπλοκή μαζί με το εγκεφαλικό επεισόδιο. Προσπαθούμε οι ασθενείς μας να ρυθμίσουν όσο το δυνατόν καλύτερα τους παράγοντες κινδύνου τους, ώστε να μην φτάσουμε σε μία τέτοια στιγμή.» τόνισε ο κος Δημήτρης Ρίχτερ, Καρδιολόγος. Δ/ντής της Καρδιολογικής Κλινικής της Ευρωκλινικής Αθηνών και Πρόεδρος του Ι.Μ.Ε.Θ.Α (Ινστιτούτο Μελέτης και Εκπαίδευσης στη Θρόμβωση και την Αντιθρομβωτική Αγωγή). «Το 2020 προσέθεσε μία ακόμα αιτία για την καλή ρύθμιση των παραγόντων κινδύνου, την COVID-19. Μία νόσος που προκαλεί μέσα από τις πολλές επιβλαβείς δράσεις του στο ανθρώπινο σώμα μία διάχυτη ενδοθηλίτιδα, μία φλεγμονή του ενδοθηλίου των αγγείων δηλαδή, η οποία καταλήγει σε βλάβες στα αγγεία των πνευμόνων, θρομβώσεις αυτών και βλάβη απευθείας στον καρδιακό μυ. Η όσο το δυνατόν καλύτερη ρύθμιση των παραγόντων κινδύνου και η απώλεια βάρους μπορούν να μας βοηθήσουν να θωρακίσουμε καλύτερα τον οργανισμό μας απέναντι σε αυτόν τον πανούργο νέο εχθρό της υγείας μας.»,
«1 στους 4 θανάτους παγκοσμίως οφείλεται στη θρόμβωση, επεσήμανε ο κος Αλέξανδρος Τσελέπης, Καθηγητής Βιοχημείας – Κλινικής Χημείας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και Αντιπρόεδρος του Ι.Μ.Ε.Θ.Α (Ινστιτούτου Μελέτης και Εκπαίδευσης στη Θρόμβωση και την Αντιθρομβωτική Αγωγή). Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται φέτος στη Φλεβική Θρομβοεμβολική Νόσο, η οποία χαρακτηρίζεται από τη δημιουργία θρόμβων στις μεγάλες φλέβες των άκρων (εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση), οι οποίοι μπορεί με την κυκλοφορία να μεταφερθούν και να αποφράξουν τα αγγεία των πνευμόνων, οδηγώντας στην πνευμονική εμβολή, μια πολύ επικίνδυνη και πολύ συχνά θανατηφόρο νόσο» συνέχισε ο Καθηγητής.
«Πρόσφατα επιστημονικά δεδομένα απέδειξαν ότι η θρόμβωση και ιδιαίτερα η εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση εμφανίζεται συχνά σε νοσηλευόμενους ασθενείς με COVID-19 και οι ασθενείς αυτοί έχουν πολύ δυσμενή πρόβλεψη ως προς την εξέλιξη της νόσου. Αυτό έχει οδηγήσει τις διάφορες επιστημονικές εταιρείες, όπως η Διεθνής Εταιρεία Θρόμβωσης και Αιμόστασης (ISTH), να εκδώσουν πρόσφατα οδηγίες για την πρόγνωση του κινδύνου θρόμβωσης και τη χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής για την προφύλαξη από τη θρόμβωση των νοσηλευόμενων ασθενών με COVID-19. Σχετικές οδηγίες για την προφύλαξη των ασθενών αυτών από τη θρόμβωση έχει επίσης εκδώσει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας» επεσήμανε ο κος Τσελέπης.
Η εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση είναι γενικά η κύρια αιτία αναπηρίας καθώς και πρόωρων θανάτων στους νοσηλευόμενους ασθενείς, ενώ εμφανίζεται επίσης συχνά στους ασθενείς με καρκίνο και αποτελεί τη 2η αιτία θανάτων στους ασθενείς αυτούς, με ετήσια επίπτωση 0,5%, σε σύγκριση με την επίπτωση 0,1 % που παρατηρείται στο γενικό πληθυσμό.
«Η πανδημία της COVID-19 δοκιμάζει διαρκώς τις αντοχές του Εθνικού Συστήματος Υγείας και το υγειονομικό προσωπικό έχει κληθεί να ανταπεξέλθει σε πολύ δύσκολες συνθήκες.» τόνισε ο κος Θάνος Ασκητής, Καθηγητής Ψυχιατρικής & Πρόεδρος του Ινστιτούτου Ψυχικής & Σεξουαλικής Υγείας. «Εκτός από τις δομές του Ε.Σ.Υ. η πανδημία δοκιμάζει και τα όρια σωματικής και ψυχολογικής αντοχής γιατρών και νοσηλευτών που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή. Σωματικής μέσα από πολύωρες βάρδιες και επαναλαμβανόμενες εφημερίες σε τμήματα Covid, αλλά και ψυχολογικής μέσα από τη σύνδεση του υγειονομικού προσωπικού με τους ασθενείς, αλλά και το φόβο μόλυνσης των ιδίων ή και μετάδοσης του ιού στα δικά τους συγγενικά πρόσωπα. Είναι χαρακτηριστικό ότι το υγειονομικό προσωπικό στο Ε.Σ.Υ. της Ελλάδας έχει μια ιδιαίτερα ανθρωποκεντρική προσέγγιση προς τον ασθενή, εστιάζοντας πρωτίστως στο ότι είναι άνθρωπος και δίνοντας μεγάλη προσοχή και στην ψυχολογική του κατάσταση, πέρα από την οργανική νόσο»
«Όσον αφορά στη χρήση της μάσκας», συνέχισε ο Καθηγητής «πολλά έχουν ειπωθεί και πολλά έχουν αλλάξει από την έναρξη της πανδημίας. Είναι γεγονός ότι σε περιόδους πανδημίας η μάσκα αποτελούσε πάντα το κυρίαρχο και αποτελεσματικότερο μέσο για την μη διάδοση του ιού. Ωστόσο, φαίνεται ότι η χρήση της δεν είναι πάντα τόσο εύκολη.
Το γεγονός ότι η χρήση της μάσκας είναι υποχρεωτική και δεν υπάρχει η δυνατότητα της ελεύθερης επιλογής μπορεί να δημιουργεί έντονο αίσθημα καταπάτησης μιας από τις βασικές μας ανάγκες, αυτή της αυτονομίας. Πολλοί θεωρούν ότι με την επιβολή χρήσης της ο άνθρωπος φιμώνεται και του στερείται το δικαίωμά του να μιλάει και να διεκδικεί. Όλο αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την ανάπτυξη αρνητικών συναισθημάτων, όπως είναι ο θυμός, το άγχος και η ένταση και πολλές φορές δημιουργούνται διαπληκτισμοί.
Από την άλλη, συναισθήματα άγχους και θυμού μπορούν επίσης να μας δημιουργηθούν και από το γεγονός ότι υπάρχουν άνθρωποι γύρω μας που δεν φορούν μάσκα. Γνωρίζοντας πλέον την σημαντικότητά της, μπορεί να μας αγχώσει το γεγονός ότι κάποιος που βρίσκεται δίπλα μας δεν φοράει την μάσκα του.
Τελικά, μπορεί να δυσκολευόμαστε να αλλάξουμε τις πεποιθήσεις μας σχετικά με τις μάσκες, αλλά ίσως έχουμε την ευκαιρία να αλλάξουμε τα ψυχολογικά εμπόδια σχετικά με την χρήση του», κατέληξε ο κος Ασκητής.
Επιμέλεια: Νεκταρία Καρακώστα, Δημοσιογράφος Υγείας