Παύλος Β. Μαραγκουδάκης
Ωτορινολαρυγγολόγος
Καθηγητής ΕΚΠΑ
Διευθυντής ΩΡΛ κλινικής «Ιασώ»
H φαρυγγίτιδα που εκδηλώνεται με πονόλαιμο και δυσκολία στην κατάποση είναι σύμπτωμα και όχι ασθένεια. Χαρακτηρίζεται από φλεγμονή που προκαλεί οίδημα στο οπίσθιο τμήμα της στοματικής κοιλότητας ανάμεσα στις αμυγδαλές και τον λάρυγγα. Προσβάλει ασθενείς συχνότερα το χειμώνα και νωρίς την άνοιξη.
Συνήθως την ταυτίζουμε με το κοινό κρυολόγημα και οφείλεται σε ιούς στους οποίους όμως περιλαμβάνονται η γρίπη, ο coxsackie, η μονοπυρήνωση. Η ιογενής φαρυγγίτιδα εκτός από πονόλαιμο συνοδεύεται από βήχα, μπουκωμένη μύτη με καταρροή αλλά και από πυρετό, πονοκέφαλο, μυαλγίες, αρθραλγίες και διόγκωση τραχηλικών λεμφαδένων. Τα συμπτώματα διαρκούν 2-7 ημέρες.
Είναι σημαντικό να διακρίνουμε την ιογενή από τη μικροβιακή φαρυγγίτιδα. Στη μικροβιακή η διόγκωση των λεμφαδένων είναι συχνότερη απουσιάζει ο βήχας και υπάρχει πυώδες επίχρισμα στις αμυγδαλές (κριτήρια Centor). Η διάγνωση στηρίζεται στην κλινική εξέταση του στοματοφάρυγγα επιβεβαιώνεται από τις αιματολογικές εξετάσεις και το strep test.
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ
Στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για ιογενή φλεγμονή και η αντιμετώπιση είναι ανακουφιστική. Χορηγούμε παυσίπονα αντιπυρετικά όπως η παρακεταμόλη ή αντιφλεγμονώδη. Συνιστούμε ανάπαυση, καλή ενυδάτωση, τροφές και ποτά που ανακουφίζουν και δεν ερεθίζουν (σούπες, κρέμες, ροφήματα). Τροφές που ερεθίζουν είναι τα κρακεράκια, το ψωμί με κόρα, τα ανθρακούχα ποτά, ο καφές, το αλκοόλ, τα ωμά λαχανικά. Να αποφεύγουμε ερεθιστικούς παράγοντες όπως το κάπνισμα. Το περιβάλλον να έχει ικανοποιητική υγρασία, να αναπαυόμαστε και να παραμένουμε σπίτι όσο είμαστε ασθενείς. Βοηθούν οι παστίλιες και τα φαρμακευτικά διαλύματα για γαργάρες αλλά προσφέρουν ανακούφιση και βοηθούν τη θεραπεία οι γαργάρες με αλατόνερο. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να παραμένουν οι ασθενείς καλά ενυδατωμένοι. Δεν είναι απαραίτητο τα υγρά που καταναλώνουν να είναι ζεστά, αρκεί να είναι αρκετά, ώστε να παραμένουν ενυδατωμένοι κύρια τη νύχτα που ξηραίνεται ο φάρυγγας και τα συμπτώματα επιδεινώνονται. Από τις ιογενείς φλεγμονές ιδιαίτερη κλινική βαρύτητα έχει η λοιμώδης μονοπυρήνωση που προκαλεί και εκδηλώσεις από άλλα συστήματα.
Εάν το αίτιο διαπιστωθεί ότι είναι μύκητας, που προσβάλλει συνήθως ανοσοκατασταλμένους και ασθενείς που χρησιμοποιούν κορτικοστεροειδή για μεγάλο διάστημα, χορηγούνται αντιμυκητιασικά.
Στις μικροβιακές φαρυγγίτιδες χορηγούνται αντιβιοτικά. Η διάγνωση βασίζεται στην κλινική εξέταση και τις αιματολογικές εξετάσεις. Για την επιβεβαίωση τής στρεπτοκοκκικής φαρυγγίτιδας αξιοποιούμε το strep test. Η στρεπτοκοκκική φαρυγγίτιδα μπορεί να θεραπευθεί χωρίς φαρμακευτική αγωγή η πιθανότητα όμως να παρουσιασθούν επιπλοκές όπως το περιαμυγδαλικό απόστημα και ο ρευματικός πυρετός αυξάνεται σε ασθενείς που δεν λαμβάνουν θεραπεία.
Το περιαμυγδαλικό απόστημα είναι επιπλοκή της μικροβιακής αμυγδαλίτιδας όταν διασπάται η κάψα της αμυγδαλής και αναπτύσσεται συλλογή πύου. Η κλινική εικόνα επιβαρύνεται με έντονη δυσκαταποσία, ο ασθενής έχει σιελόρροια γιατί κυριολεκτικά δεν καταπίνει ούτε το σάλιο του, υψηλό πυρετό και περιορισμό της διάνοιξης του στόματος. Η θεραπεία απαιτεί χειρουργική διάνοιξη και παροχέτευση του αποστήματος.
Σε περίπτωση που στα συμπτώματα που προαναφέραμε προστεθεί δύσπνοια υπάρχει η πιθανότητα ο ασθενής να πάσχει από επιγλωττίτιδα, μία φλεγμονή που μπορεί να προκαλέσει απόφραξη του αναπνευστικού με κακή κατάληξη, σε αυτή την περίπτωση απαιτείται ο ασθενής να αντιμετωπίζεται σε νοσοκομειακή μονάδα.
Χρόνια φαρυγγίτιδα ονομάζεται όταν ο πονόλαιμος επιμένει για εβδομάδες ή υποτροπιάζει συχνά. Μετά τις τρεις εβδομάδες οι ασθενείς πρέπει να απευθύνονται σε γιατρό. Μπορεί να οφείλεται σε λοίμωξη, περιβαλλοντικούς παράγοντες, αλλεργία, γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση και η αντιμετώπιση στοχεύει στο αίτιο.
Πρόληψη
Ο πονόλαιμος είναι σύμπτωμα και δεν είναι μεταδοτικός είναι όμως οι ιοί και τα μικρόβια που τον προκαλούν. Είναι εύλογο ότι πρέπει να αποφεύγουμε να ερχόμαστε σε επαφή με ασθενείς και να μοιραζόμαστε τροφές, ποτά και σκεύη με άλλους. Να πλένουμε τα χέρια μας συχνά, ιδιαίτερα πριν το φαγητό και μετά το βήχα και το φτάρνισμα και αν αυτό δεν είναι δυνατό να χρησιμοποιούμε αλκοολούχα αντισηπτικά. Να μην καπνίζουμε και να αποφεύγουμε τους πολυσύχναστους χώρους σε περιόδους εξάρσεων.