Το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών είναι από τις πιο συχνές ενδοκρινολογικές διαταραχές στις γυναίκες, η επίπτωση του οποίου διαρκώς αυξάνει.
Τα τελευταία χρόνια, βρίσκεται στο μικροσκόπιο των ερευνητών όσον αφορά τη σχέση της με τα καρδιαγγειακά νοσήματα. Παρόλο που οι κλινικές μελέτες δεν είναι ξεκάθαρες και σε πολλές τα αποτελέσματα δεν συμφωνούν, οι γυναίκες με πολυκυστικές ωοθήκες θα πρέπει να αντιμετωπίζονται σαν άτομα αυξημένου κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα και να τροποποιούνται νωρίς και επιθετικά οι συνυπάρχοντες παράγοντες κινδύνου.
Κατ’ αρχήν, το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών συνδέεται με την παχυσαρκία η οποία εμφανίζεται ήδη από την εφηβική ηλικία. Η παχυσαρκία αυτή καθ’ αυτή είναι γνωστό ότι σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων. Επίσης, στους παθογενετικούς μηχανισμούς της νόσου, εκτός από την υπερανδρογοναιμία, συχνά συμμετέχουν διάφορες καρδιομεταβολικές παθολογικές καταστάσεις, όπως η αντοχή στην ινσουλίνη, η υπερλιπιδαιμία, ο σακχαρώδης διαβήτης και η υπέρταση. Τα παραπάνω αποτελούν τους βασικούς παράγοντες που οδηγούν στη αθηρωμάτωση και κατ’ επέκταση στα καρδιαγγειακά νοσήματα. Η υπερλιπιδαιμία σε αυτές τις γυναίκες συνυπάρχει σε ένα ποσοστό που φθάνει το 70% και δεν αφορά μόνο στην αύξηση των επιπέδων της LDL αλλά και στη μείωση των επιπέδων της HDL.
Ωστόσο, αν και οι περισσότερες μετα-αναλύσεις έχουν δείξει ότι αυτές οι γυναίκες έχουν μεγαλύτερη επίπτωση στεφανιαίας νόσου, εμφραγμάτων μυοκαρδίου και εγκεφαλικών, υπάρχει ανάγκη για το σχεδιασμό μεγαλύτερων και πιο μακροχρόνιων μελετών, οι οποίες θα αναδείξουν καλύτερα τη συσχέτιση του συνδρόμου με τα καρδιαγγειακά νοσήματα.