Η εμφάνιση εκζέματος στα παιδιά μπορεί να μειώσει σημαντικά την ποιότητα ζωής τόσο των ίδιων όσο και των οικογενειών τους σε διάφορους τομείς. Μάλιστα, μπορεί να απαιτηθεί ιατρική παρέμβαση και ψυχοθεραπεία σε ορισμένους για να αντιμετωπιστούν αυτές οι ποιοτικές εκπτώσεις. Μια μελέτη, που τα ευρήματά της παρουσιάστηκαν στο 28ο Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Δερματολογίας και Αφροδισιολογίας (EADV), διαπίστωσε ότι 3 στους 4 γονείς ή φροντιστές παιδιών με έκζεμα υποφέρουν από ήπιας σοβαρότητας άγχος και κατάθλιψη. Κάποιες άλλες έχουν αποκαλύψει ότι η ένταση των συμπτωμάτων αυτών σχετίζεται με τη σοβαρότητα του εκζέματος. Όλες όμως έχουν καταλήξει ότι η πολυπλοκότητα του χρόνιου αυτού δερματικού προβλήματος έχει ψυχολογικές επιπτώσεις στα μέλη της οικογένειας, σε μια έκταση που δεν μπορεί να αμεληθεί.
«Το έκζεμα, με πιο συχνή μορφή την ατοπική δερματίτιδα, είναι μία από τις πιο συχνές δερματικές παθήσεις στην παιδική ηλικία, αφού προσβάλλει το 10-20% του παιδιατρικού πληθυσμού της Ευρώπης. Η συχνότητα εμφάνισής του κορυφώνεται στα πρώτα 2 χρόνια της ζωής και μετά μειώνεται. Περίπου το 60% των ασθενών με έκζεμα στην πρώιμη παιδική ηλικία δεν έχουν συμπτώματα στην εφηβεία», μας εξηγεί ο δερματολόγος-αφροδισιολόγος Δρ. Χρήστος Στάμου. «Η πάθηση εμφανίζεται συχνότερα σε άτομα που έχουν αλλεργίες, γι’ αυτό παράλληλα μπορεί να αναπτυχθούν άσθμα και αλλεργική ρινίτιδα. Πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι οι συννοσηρότητες του εκζέματος δεν περιορίζονται σε αλλεργικές καταστάσεις, αλλά ότι τα παιδιά και οι έφηβοι με έκζεμα έχουν προβλήματα ψυχικής υγείας, όπως διαταραχή ελλειμματικής προσοχής / υπερκινητικότητας πολύ πιο συχνά από τα παιδιά χωρίς ιστορικό εκζέματος. Αγχωτικά γεγονότα, όπως το διαζύγιο των γονέων, έχει αποδειχθεί ότι αυξάνουν σημαντικά τη συχνότητα εμφάνισης εκζέματος στα παιδιά».
Η πάθηση προκαλεί κνησμό, κόκκινο και ξηρό δέρμα. Ο κνησμός αποτελεί την αιτία εκδορών στο σημείο της βλάβης, ενώ είναι πιθανόν να εμφανιστεί αιμορραγία ή μόλυνση σε αυτό. Ενδεχομένως, όμως, να έχει κι άλλες επιπτώσεις στους μικρούς ασθενείς. Ενδεικτικά, μπορεί να προκαλέσει αϋπνία, άγχος και ψυχοκοινωνικό στρες με αποτέλεσμα την εμφάνιση προβλημάτων συμπεριφοράς και χαμηλής αυτοεκτίμησης, τα οποία μπορούν να λειτουργήσουν αρνητικά τόσο στη σωματική όσο και στην κοινωνική ανάπτυξη των παιδιών.
«Τα παιδιά όμως δεν είναι τα μοναδικά που επηρεάζονται από την πάθηση. Η οικογένεια εμπλέκεται στενά με τη διαχείριση της πάθησης, αφού τα παιδιά χρήζουν βοηθείας για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων και των επιπτώσεών τους. Επιπλέον, απαιτείται από τους γονείς και τους φροντιστές να κατευνάζουν τις ανησυχίες τους, να φροντίζουν για τα φάρμακά τους, να τροποποιούν τις διατροφικές επιλογές τους και να εξασφαλίζουν χρόνο για ιατρικές επισκέψεις», προσθέτει ο Δρ. Στάμου.
Ερευνητές από την Πανεπιστημιακή Κλινική Δερματολογίας P.H.I. αξιολόγησαν τον αντίκτυπο της διάγνωσης ατοπικής δερματίτιδας στις οικογένειες 35 παιδιών ηλικίας 1-6 ετών. Συνολικά, αξιολόγησαν 83 μέλη της οικογένειας και φροντιστές και διαπίστωσαν ότι όλοι οι ερωτηθέντες ανέφεραν τουλάχιστον άγχος ήπιας σοβαρότητας, με ορισμένους να δείχνουν ακόμα μεγαλύτερο άγχος. Σχεδόν το 74% αυτών παρουσίαζαν κατάθλιψη.
Τα αποτελέσματα μιας άλλης μελέτης που είδαν το φως της δημοσιότητας το 2018 έδειξαν ότι η φροντίδα των παιδιών που πάσχουν από ατοπική δερματίτιδα μπορεί να είναι εξαιρετικά χρονοβόρα που μπορεί να βλάψει τις προσωπικές σχέσεις, να μειώσει την ψυχοκοινωνική λειτουργία και να προκαλέσει απώλεια ύπνου στα μέλη της οικογένειας των ασθενών. Επιπλέον, η δερματική αυτή πάθηση μπορεί να οδηγήσει σε απουσία εργασίας ή μειωμένη παραγωγικότητα στους φροντιστές.
Επιμέλεια : Νεκταρία Καρακώστα, Δημοσιογράφος Υγείας