Ειρήνη Λαμπρινουδάκη
Καθηγήτρια Ενδοκρινολογίας Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, Πρόεδρος Ελληνικής Εταιρείας Κλιμακτηρίου και Εμμηνόπαυσης, Επιστημονική Διευθύντρια Ευρωπαϊκής Εταιρείας Εμμηνόπαυσης και Ανδρόπαυσης
Νεκταρία Παπανικόλα
Υποψήφια Διδάκτορας Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, Μονάδα Κλιμακτηρίου και Εμμηνόπαυσης Β΄ Μαιευτικής και Γυναικολογικής Κλινικής Πανεπιστημίου Αθηνών, Αρεταίειο Νοσοκομείο
Ως εμμηνόπαυση ορίζεται η μόνιμη διακοπή της εμμήνου ρύσεως για 12 συνεχόμενους μήνες μετά την τελευταία έμμηνο ρύση της γυναίκας. Η εμμηνόπαυση δεν είναι ασθένεια αλλά αποτελεί φυσιολογική συνέπεια της γήρανσης του αναπαραγωγικού συστήματος προϊούσης της ηλικίας σηματοδοτώντας το τέλος της αναπαραγωγικής ζωής της γυναίκας λόγω παύσης της λειτουργίας των ωοθηκών. Ορμονικά, αυτή η περίοδος χαρακτηρίζεται από σημαντική μείωση των οιστρογόνων που παράγονταν από τις ωοθήκες κατά την αναπαραγωγική ηλικία και μια φαινομενική επικράτηση των ανδρογόνων που φυσιολογικά παράγονται σε μικρή ποσότητα από τον γυναικείο οργανισμό.
Σημαντικό ρόλο στην ηλικία έλευσης της φυσιολογικής εμμηνόπαυσης (αφού πρώτα αποκλεισθούν παθήσεις που επηρεάζουν την ωοθηκική λειτουργία) φαίνεται να παίζουν αρκετοί παράγοντες όπως φυλετικοί, κοινωνικοοικονομικοί, οικογενείς, γενετικοί και περιβαλλοντικοί. Η φυσιολογική εμμηνόπαυση μπορεί να εκδηλωθεί από ηλικία άνω των 45 ετών, με μέση ηλικία εμφάνισης το 52 έτος ζωής.
Το τέλος της αναπαραγωγικής λειτουργίας και η μετάβαση στην εμμηνόπαυση σπάνια γίνεται αιφνίδια, συνήθως προηγείται η περιεμμηνόπαυση. Η περιεμμηνόπαυση χαρακτηρίζεται από ορμονικές μεταβολές του άξονα υποθάλαμου-υπόφυσης-γονάδων, οι οποίες οφείλονται στην επηρεασμένη λειτουργία της γηράσκουσας ωοθήκης. Χρονικά τοποθετείται 1 έως 3 χρόνια πριν την τελευταία έμμηνο ρύση μέχρι ένα χρόνο μετά από αυτή. Χαρακτηριστικά της περιεμμηνοπαυσιακής περιόδου αποτελούν αρχικά οι ακανόνιστοι ανοωθυλακιορρηκτικοί εμμηνορυσιακοί κύκλοι αλλά και η εμφάνιση αγγειοκινητικών συμπτωμάτων μεταξύ άλλων.
Δεδομένου ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός των μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών αναμένεται να αυξηθεί φθάνοντας συνολικά περί τα 1,2 δισεκατομμύρια έως το 2030 και αυτός ο πληθυσμός των γυναικών θα περάσει το 1/3 της ζωής του σε ένδεια οιστρογόνων, η περιεμμηνόπαυση αποτελεί την πλέον κατάλληλη περίοδο προκειμένου να ενημερωθούν και να προετοιμαστούν για τις μεταβολές που θα επιφέρει η εμμηνόπαυση στη ζωής τους . Ας δούμε όμως αναλυτικότερα, τις αλλαγές που ίσως κληθεί να αντιμετωπίσει μια γυναίκα κατά την μετάβαση σε αυτή τη φάση της ζωής της και πώς θα μπορούσε να βιώσει πιο ευχάριστα αυτή την νέα σελίδα.
Ποια είναι τα συμπτώματα που αντιμετωπίζει η γυναίκα στην εμμηνόπαυση;
Ομολογουμένως ένα σημαντικό ποσοστό γυναικών βιώνει πρωτόγνωρα συμπτώματα. Τα χαρακτηριστικότερα από αυτά είναι τα αγγειοκινητικά, οι εξάψεις και οι εφιδρώσεις, που θα απασχολήσουν περίπου το 85% των γυναικών. Εκδηλώνονται ως επεισόδια στα οποία εμφανίζεται αίσθημα αιφνίδιας αύξησης της θερμοκρασίας του σώματος συνοδευόμενη από ταχυκαρδία και ερυθρότητα προσώπου που υποχωρεί μετά από έντονη εφίδρωση. Η διάρκεια του κάθε επεισοδίου είναι λίγα λεπτά και μπορεί να παρουσιαστεί τόσο κατά την διάρκεια της ημέρας, όσο και της νύχτας. Μάλιστα, το κάπνισμα, το αυξημένο σωματικό βάρος, το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και η μικρότερη ηλικία εμμηνόπαυσης συσχετίζονται θετικά με την παρουσία των αγγειοκινητικών συμπτωμάτων.
Τόσο κατά την περιεμμηνοπαυσιακή, όσο και κατά την μετεμμηνοπαυσιακή περίοδο λόγω της μείωσής των οιστρογόνων έχουμε εξελισσόμενες επιπτώσεις στο δέρμα το οποίο γίνεται ξηρό και χάνει το πάχος των στοιβάδων του. Το κολλαγόνο και η ελαστίνη που η παραγωγή τους είναι ορμονοεξαρτώμενη μειώνονται με αποτέλεσμα το δέρμα να χάνει την σφριγηλότητα του, να λεπταίνει και να εμφανίζει ρυτίδες στην επιφάνεια του.
Ακόμα, η εμμηνοπαυσιακή μείωση των οιστρογόνων συντελεί στην δημιουργία του λεγόμενου «ουρογεννητικού συνδρόμου της εμμηνόπαυσης» που χαρακτηρίζεται από ξηρότητα γεννητικών οργάνων, κνησμό του αιδοίου ή του κόλπου, δυσπαρεύνια, αιμορραγία μετά από επαφή, ελαττωμένη σεξουαλική επιθυμία, συχνοουρία ή υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις.
Κατά την περι- και την μετεμμηνοπαυσιακή περίοδο εμφανίζονται και κάποια μη ειδικά συμπτώματα. Οι διαταραχές του ύπνου αντιμετωπίζονται από το 40-60% των γυναικών και αφορούν τόσο στη δυσκολία έλευσης όσο και στη δυσχέρεια διατήρησης του ύπνου με συχνές νυχτερινές και νωρίς το πρωί αφυπνίσεις. Διαταραχές της διάθεσης όπως καταθλιπτικό συναίσθημα, αγχώδης διαταραχή ή ευερεθιστότητα αναφέρονται από το 75% των μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών. Περιεμμηνοπαυσιακά, συχνά καταγράφονται κάποιες γνωσιακές διαταραχές και διαταραχές μνήμης ή συγκέντρωσης, περιγραφόμενες ως «ομιχλώδης σκέψη (brain fog)». Επιπλέον, δεν είναι σπάνια η εμφάνιση αισθήματος κόπωσης-μειωμένης ενεργητικότητας, αλγών σε οστά ή σε μύες, αιμωδιών στα άκρα ή κεφαλαλγιών.
Πέραν των συμπτωμάτων, μακροπρόθεσμα η εμμηνόπαυση ευθύνεται για νοσήματα;
Οι εμμηνοπαυσιακές ορμονικές μεταβολές επιφέρουν δυσλειτουργία κάποιων συστημάτων του οργανισμού οπότε ελλοχεύει ο κίνδυνος εμφάνισης νοσημάτων μακροπρόσθεσμα.
Συγκεκριμένα, επηρεάζεται ο μεταβολισμός της γλυκόζης δυνητικά οδηγώντας σε προδιαβήτη ή σακχαρώδη διαβήτη. Εμφανίζονται μεταβολές της σύστασης του σώματος της εμμηνοπαυσιακής γυναίκας καθώς αυξάνεται το συνολικό ποσοστό λίπους με προέχουσα την κοιλιακή κατανομή αυτού, μειώνονται οι ενεργειακές καύσεις και η φυσιολογική θερμογένεση, μειώνεται η μυϊκή μάζα και ακολούθως παρουσιάζονται οι ψυχολογικές επιπτώσεις αυτών όπως είναι οι ψυχιατρικές νόσοι, η υπερκατανάλωση τροφής ,το στρες και η καθιστική ζωή. Συνεργικά επίσης δρουν η παθολογική έκκριση και δράση της ινσουλίνης αφού υπάρχει αυξημένη αντίσταση των ιστών σε αυτή και ελαττωμένη δυνατότητα παραγωγής ινσουλίνης από το πάγκρεας. Φυσικά, παρατηρείται διαταραχή του μεταβολισμού των λιπιδίων συχνά και ανάγκη λήψης σχετικής αγωγής (πχ. στατίνες).
Η επίδραση των γυναικείων οιστρογόνων στο καρδιαγγειακό σύστημα είναι προστατευτική κατά την αναπαραγωγική ηλικία αλλά αναπόφευκτα χάνεται κατά την εμμηνόπαυση. Αυτό οδηγεί σε μερικές περιπτώσεις σε δυσλειτουργία της καρδιάς και των αιμοφόρων αγγείων και ευνοεί την εμφάνιση αρτηριακής υπέρτασης αλλά και αθηρωμάτωσης, στεφανιαίας νόσου, περιφερικής αγγειοπάθειας, αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων.
Τέλος, τα οστά επηρεάζονται δυσμενώς από την εμμηνόπαυση, με αποτέλεσμα να γίνονται πιο “εύθραυστα” και επιρρεπή σε κατάγματα στο πλαίσιο της οστεοπενίας και της οστεοπόρωσης που ίσως επέλθουν.
Η εμμηνoπαυσιακή γυναίκα είναι αβοήθητη; Όχι πλέον!
Αναντίρρητα, η φυσιολογική εμμηνόπαυση σηματοδοτεί εντονότερα μια διαδικασία γήρανσης και η προσπάθεια πλήρους αναστροφής των αρνητικών παραμέτρων της ηλιακής ωρίμανσης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μάταιη. Άλλωστε, είναι γνωστή η παροιμία «φοβού το γήρας, ου γαρ έρχεται μόνον»… Όμως, τα νέα είναι ευχάριστα για τη σημερινή γυναίκα! Σε μια σύγχρονη μετάφραση του εν λόγω ρητού, ο «φόβος» της εμμηνόπαυσης θα πρέπει να αποδίδεται όχι σαν «τρόμος» αλλά σαν «σεβασμός» στις επερχόμενες αλλαγές. Αυτό είναι απολύτως εφικτό πλέον αφού η ιατρική κοινότητα διαθέτει θεραπείες που θα μπορούσαν αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά και με ασφάλεια τα νοσήματα που θεωρούνται αλληλένδετα με την εμμηνόπαυση όπως η οστεοπόρωση, ο σακχαρώδης διαβήτης, τα καρδιαγγειακά νοσήματα και η ουρογεννητική ατροφία. Επιπρόσθετα όμως, διαθέτουμε στην φαρέτρα μας ειδικές αγωγές που θα μπορούσαν να απαλλάξουν την εμμηνοπαυσιακή γυναίκα από τα δυσάρεστα αγγειοκινητικά συμπτώματα και να αποκαταστήσουν την ποιότητα ζωής της σε διάφορους τομείς.
Τι είναι η Θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης;
Η Θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης (ΘΟΥ) στην εμμηνόπαυση αποτελεί μια ορμονική αγωγή που χορηγείται εξατομικευμένα, κατόπιν εκτίμησης της κάθε γυναίκας από εξειδικευμένο ιατρό. Αφορά σε ορμονικά σκευάσματα με ποικίλα δοσολογικά σχήματα (πχ κυκλική λήψη ή συνεχής κατά τη διάρκεια του μήνα) και διάφορες οδούς χορήγησης (πχ από του στόματος δισκία, διαδερμικά αυτοκόλλητα). Έχει ως σκοπό να υποκαταστήσει τις ορμόνες του γυναικείου φύλου οι οποίες έχουν μερικώς εκλείψει λόγω της περιεμμηνόπαυσης ή της εμμηνόπαυσης. Η ΘΟΥ έχει ένδειξη στην αντιμετώπιση των αγγειοκινητικών συμπτωμάτων και των συμπτωμάτων ουρογεννητικής ατροφίας όταν η ηλικία της γυναίκας είναι μικρότερη των 60 ετών ή έχουν περάσει λιγότερα από 10 χρονιά μετά την εμμηνόπαυση. Επιπρόσθετα, συνεπικουρεί στη διατήρηση της ευρωστίας των οστών, βοηθά στον έλεγχο των διαταραχών της διάθεσης και του ύπνου. Η ΘΟΥ χορηγείται για το μικρότερο δυνατό χρονικό διάστημα και στη χαμηλότερη αποτελεσματική δόση γιατί σε ορισμένες περιπτώσεις έχει συσχετισθεί με αύξηση του κινδύνου για καρκίνο του μαστού, θρομβοεμβολικά αγγειακά επεισόδια και στεφανιαία νόσο. Αντένδειξη στην χορήγηση της ΘΟΥ αποτελούν το ιστορικό ορμονοεξαρτώμενου καρκίνου, εν τω βάθει φλεβοθρόμβωσης, πνευμονικής εμβολής, ηπατοπάθειας, ανεξήγητης κολπικής αιμορραγίας, στεφανιαίας νόσου. Παρόλα αυτά, τελευταία, η ιατρική κοινότητα όλο και περισσότερο εστιάζει στην καρδιαγγειακή και μεταβολική προστασία που μπορεί να προσφέρει σε μια γυναίκα η ΘΟΥ και στην ελαχιστοποίηση των δυνητικών κινδύνων αυτής, οπότε η χορήγησή της βάσει επιστημονικά τεκμηριωμένου οφέλους αναμένεται να αυξηθεί.
Ο νέος σύμμαχος των γυναικών: η φεζολινετάντη
Η φεζολινετάντη είναι ένα νέο φάρμακο που μπορεί να χορηγηθεί για την αντιμετώπιση των μέτριων έως σοβαρών αγγειοκινητικών συμπτωμάτων. Πρόκειται για μια από του στόματος αγωγή που εγκρίθηκε πρόσφατα τόσο από τον αμερικανικό FDA (Food and Drug Administration) όσο και από τον ευρωπαϊκό ΕΜΑ (European Medicines Agency) και λαμβάνεται άπαξ ημερησίως. Η φεζολινετάντη είναι μια ουσία που ανταγωνίζεται τη σύνδεση του ενδογενούς νευροδιαβιβαστή νευροκινίνης 3 στον υποδοχέα της που βρίσκεται στο κεντρικό νευρικό σύστημα (υποθάλαμος). Ως μη ορμονική θεραπεία, ο τρόπος δράσης της θεωρείται πρωτοποριακός αφού διαφέρει εντελώς από εκείνον της ΘΟΥ και υπόσχεται ευεργετικά αποτελέσματα στη μείωση των εξάψεων και των εφιδρώσεων ακόμα και σε γυναίκες που λόγω παραγόντων του ιστορικού τους, αποκλείονταν από την ΘΟΥ και έως τώρα είχαν περιορισμένες θεραπευτικές επιλογές.
Συμπερασματικά
Η φυσιολογική εμμηνόπαυση δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως «ασθένεια» αλλά ως ένα καινούριο κεφάλαιο στη ζωή κάθε γυναίκας. Παρότι στο παρελθόν η εμμηνόπαυση χρωματίσθηκε μελανά στη συνείδησή μας, αξίζει πλέον να αντιμετωπιστεί με την δέουσα προσοχή και τον απαραίτητο σεβασμό ώστε η εμμηνοπαυσιακή γυναίκα να βιώσει το υπόλοιπο της ζωής της όχι με αίσθημα ματαίωσης αλλά με την διατήρηση της αισιοδοξίας και φυσικά της ποιότητας ζωής της. Είναι λογικό ότι η αντιμετώπιση των εμμηνοπαυσιακών διαταραχών πρέπει να γίνεται από ειδικά καταρτισμένους επαγγελματίες υγείας καθώς η κάθε γυναίκα οφείλει να λάβει εξατομικευμένη αγωγή, βάσει των νεότερων επιστημονικών δεδομένων, και να έχει συστηματική παρακολούθηση από τους θεράποντες ιατρούς σε αυτή την νέα πορεία. Η ιατρική κοινότητα διαθέτει πλέον μέσα ώστε η εμμηνόπαυση ναι μεν να αποτελεί «παύση» της αναπαραγωγικής περιόδου αλλά και «αρχή» ενός ευοίωνου μέλλοντος!