Δύο χρόνια μετά την έναρξη της πανδημίας COVID-19 έχει γίνει σαφές ότι η επίδραση στην υγεία της λοίμωξης δεν τελειώνει με την οξεία φάση. Λιγότερο από το 10% όσων νοσηλεύτηκαν σε ΜΕΘ θα αποκτήσουν μόνιμες βλάβες στην υγεία τους, κυρίως στο αναπνευστικό ή καρδιαγγειακό σύστημα, ενώ 10-15% του συνόλου των ασθενών φαίνεται να εμφανίζει σειρά συμπτωμάτων που πολλές φορές έρχονται σε κύματα υφέσεων και εξάρσεων και διαρκούν πολλούς μήνες.
Η πλειοψηφία των ασθενών με COVID-19 εμφανίζουν ήπια έως μέτρια νόσο και αναρρώνουν πλήρως εντός λίγων εβδομάδων. Το ίδιο ισχύει και για τους ασθενείς που νοσηλεύτηκαν.
Οι περισσότεροι ειδικοί θεωρούν ότι, κατά πάσα πιθανότητα, λιγότερο από το 10% όσων νοσηλεύτηκαν σε ΜΕΘ θα αποκτήσουν μόνιμες βλάβες στην υγεία τους, κυρίως στο αναπνευστικό ή καρδιαγγειακό σύστημα. Αντίθετα, λιγότερο μελετημένη και αρκετά πιο περίπλοκη είναι η εικόνα ασθενών που δεν χρειάστηκαν νοσηλεία. Ένα ποσοστό 10-15% φαίνεται να εμφανίζει σειρά συμπτωμάτων που πολλές φορές έρχονται σε κύματα υφέσεων και εξάρσεων που διαρκούν πολλούς μήνες.
Ο όρος «μετά-COVID σύνδρομο» (post COVID syndrome στη διεθνή ορολογία) αναφέρεται στην παρουσία συμπτωμάτων που εμφανίζονται μέχρι τέσσερις εβδομάδες μετά την οξεία λοίμωξη και μπορεί να διαρκέσουν ως και δώδεκα εβδομάδες μετά, ενώ ο όρος «μετά-COVID σύνδρομο μακράς διάρκειας» (long COVID syndrome στη διεθνή ορολογία) αναφέρεται στην παραμονή ή επανεμφάνιση ενός τουλάχιστον συμπτώματος για πάνω από δώδεκα εβδομάδες (WHO/6-10-2021).
Παρότι η COVID-19 θεωρείται νόσος του αναπνευστικού συστήματος, θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οποιοδήποτε σύστημα μπορεί να προσβληθεί, τόσο στην αρχική όσο και στην όψιμη περίοδο. Μάλιστα, ορισμένοι ασθενείς διατρέχουν κίνδυνο να εμφανίσουν μόνιμες βλάβες στην υγεία τους (πιο συχνά πνευμονική ίνωση, νεφρική ανεπάρκεια, εμφράγματα ή εγκεφαλικά επεισόδια).
Το «μετά-COVID ή μακράς διάρκειας COVID σύνδρομο» εμφανίζει ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Η πιθανότητα εμφάνισής του δε σχετίζεται με τη βαρύτητα της αρχικής νόσησης, καθώς αφορά όχι μόνον ασθενείς που νοσηλεύτηκαν αλλά και νέους, υγιείς που μπορεί να προσβληθούν με ιδιαίτερη σφοδρότητα από αυτό. Περίπου τα 2/3 των ασθενών με μακράς διάρκειας COVID σύνδρομο είναι γυναίκες και η πλειοψηφία των πασχόντων ανήκει στις ηλικίες 30-50 ετών.
Τα πιο συχνά συμπτώματα που αναφέρουν οι ασθενείς ότι παραμένουν για πολλούς μήνες είναι κόπωση (60-80%), δύσπνοια (50-70%), διαταραχές της μνήμης ή της συγκέντρωσης σε νοητική εργασία (50-70%). Άλλα συχνά προβλήματα είναι ο βήχας, ο πόνος στον θώρακα, οι αρθραλγίες, οι μυαλγίες, οι ημικρανίες, το αίσθημα παλμών, η ζάλη, οι διαταραχές ύπνου, οι μεταβολές στην αίσθηση της όσφρησης ή της γεύσης, η τριχόπτωση, το άγχος, η κατάθλιψη και το μετατραυματικό στρες. Κάποια από τα ιατρεία που οργανώθηκαν για αυτό τον σκοπό από τον Μάιο του 2020, κυρίως σε Ερευνητικά ή Πανεπιστημιακά Κέντρα των ΗΠΑ ή της ΕΕ, αναφέρουν ότι σε διάρκεια ενός έτους οι μισοί ασθενείς που παρακολουθούσαν με σύνδρομο COVID μακράς διάρκειας είχαν αναρρώσει, ενώ οι υπόλοιποι εξακολουθούσαν να αντιμετωπίζουν προβλήματα ποικίλης έντασης.
Διάγνωση
Η διάγνωση του συνδρόμου στηρίζεται στην παρουσία συμπτωμάτων που συνήθως περιγράφονται από τον ασθενή. Διάφορα τυποποιημένα εργαλεία έχουν προταθεί και βρίσκονται υπό συνεχή αξιολόγηση από πολλές ερευνητικές και κλινικές ομάδες. Οι μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του «μετά COVID συνδρόμου» δεν έχουν γίνει ακόμη κατανοητές. Παράλληλα, καθώς το σύνδρομο δεν έχει γίνει κατανοητό επαρκώς στην ιατρική επιστήμη, κάποιοι ασθενείς φτάνουν να βιώνουν κοινωνικό αποκλεισμό, καθώς μπορεί να υποφέρουν από ουσιαστική αναπηρία που εμποδίζει την πλήρη συμμετοχή τους στην εργασιακή ή κοινωνική ζωή χωρίς την αντίστοιχη νομική και εργασιακή προστασία.
Ήταν γνωστό από παλιά ότι μετά από ιογενείς λοιμώξεις παρατηρούνταν σύνδρομα χρόνιας κόπωσης. Η επιδημία του Ebola όμως ανέδειξε μεγάλο αριθμό ασθενών με χρόνια προβλήματα υγείας και πυροδότησε ένα μεγάλο κύμα ερευνητικού ενδιαφέροντος. Η έρευνα πάνω στο μετά COVID σύνδρομο συνεχίζει σε αντίστοιχη κατεύθυνση. Παράλληλα, αξιολογούνται και μη φαρμακολογικές παρεμβάσεις τεχνικών αποκατάστασης για την κόπωση, τη δύσπνοια ή τη βελτίωση του ύπνου των ασθενών.
Όσοι ασθενείς νοσούν από COVID-19 θα πρέπει να ενημερώνονται από το θεράποντα ιατρό τους, είτε αυτός βρίσκεται στην πρωτοβάθμια φροντίδα είτε σε νοσοκομειακή δομή, για την πιθανότητα εμφάνισης συμπτωμάτων που επιμένουν και στην περίπτωση που διαρκέσουν πέραν του μηνός θα πρέπει να επανεκτιμηθούν από ιατρό με εμπειρία στη διαχείριση μακράς διάρκειας COVID συνδρόμου. Η συνθήκη αυτή αποτελεί από μόνη της μία πρόκληση, καθώς είναι προφανής η ανάγκη ευαισθητοποίησης της ιατρικής κοινότητας ταυτόχρονα με το ευρύ κοινό και η ανάγκη θέσπισης απλών αλγορίθμων επιλογής και διαχείρισης του ασθενούς που πρέπει να παραπεμφθεί για πιο εξειδικευμένη μετά-COVID φροντίδα. Απαιτείται μία διεπιστημονική συνεργασία ιατρών διαφόρων ειδικοτήτων, εξειδικευμένων νοσηλευτών, κοινωνικών λειτουργών, ειδικών αποκατάστασης και λειτουργία εξειδικευμένων εξωτερικών ιατρείων.
Τα ιατρεία POST COVID οφείλουν να λειτουργούν σε ένα δίκτυο που ανταλλάσσει εμπειρία και συμμετέχει στην έρευνα, έτσι ώστε να καλύπτουν τις πολυποίκιλες και αναδυόμενες ανάγκες των ασθενών. Ταυτόχρονα, τα δίκτυα αυτά μπορούν να μοιράζονται εξειδικευμένες υπηρεσίες που μπορεί να μην υπάρχουν διαθέσιμες σε όλες τις μονάδες υγείας, εξοικονομώντας πολύτιμους πόρους και αυξάνοντας την αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα του ΕΣΥ. Μέσω της κλινικής ολιστικής και διεπιστημονικής φροντίδας, αλλά και της συμμετοχής σε πολυκεντρικές ερευνητικές προσπάθειες οφείλουμε να σταθούμε δίπλα σε όσους υποφέρουν περιμένοντας απαντήσεις και ελπίζοντας σε αποτελεσματικές θεραπείες και στρατηγικές ανακούφισης της νόσου τους. Από την άλλη πλευρά, πρέπει να εξασφαλιστεί η έγκαιρη και αποτελεσματική διαχείριση σημαντικών οργανικών δυσλειτουργιών που μπορεί να εμφανίσει μια μικρή ομάδα ατόμων που νόσησαν από COVID-19, όπως πνευμονική ίνωση, νεφρική ανεπάρκεια, καρδιαγγειακή νόσος κ.λπ.