Τόσο η γρίπη όσο και η πνευμονία, που οφείλεται στον πνευμονιόκοκκο, αποτελούν δύο δυνητικά θανατηφόρες απειλές, ιδίως για τα ευπαθή άτομα, δηλαδή τα πολύ μικρά παιδιά και τους ηλικιωμένους. Τα μεν μικρά παιδιά επειδή το ανοσοποιητικό τους σύστημα δεν έχει ακόμη ωριμάσει, οι δε ηλικιωμένοι επειδή έχουν πεσμένη άμυνα ή επειδή πάσχουν από χρόνια νοσήματα που επιβαρύνουν την υγεία τους και τους καθιστούν πιο επιρρεπείς σε επιπλοκές.
Ασφαλώς δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ιατρική επιστήμη έχει πραγματοποιήσει άλματα προόδου τους δύο τελευταίους αιώνες. Μεταξύ αυτών των επιτευγμάτων τα εμβόλια είναι εκείνα που έχουν διασώσει περισσότερες ζωές από νοσήματα που άλλοτε μάστιζαν την ανθρωπότητα. Η αλήθεια αυτή απεικονίζεται και στο γεγονός πως πολλές και σημαντικές φαρμακευτικές εταιρείες και ερευνητικά κέντρα συνεχίζουν με αμείωτο ζήλο την προσπάθεια διαρκούς βελτίωσης των εμβολίων που ήδη υπάρχουν και της ανακάλυψης νέων που θα προσφέρουν προστασία απέναντι σε νοσήματα που συνεχίζουν να απειλούν τη ζωή, αλλά και να καταναλώνουν σημαντικότατους οικονομικούς πόρους.
Τόσο η γνωστή σε όλους γρίπη όσο και η πνευμονία, που οφείλεται στον πνευμονιόκοκκο, αποτελούν δύο διαρκείς και δυνητικά θανατηφόρες απειλές, ιδίως για τα ευπαθή άτομα. Όπως είναι λογικό, ένα σημαντικό σημείο που απαιτεί διευκρίνηση είναι το περιεχόμενο του όρου «ευπαθής». Ο προσδιορισμός αυτός δεν μπορεί ποτέ να είναι απολύτως ακριβής, καθώς τα ατομικά (δηλαδή τα γενετικά) χαρακτηριστικά των ανθρώπων διαφέρουν και δεν είναι εύκολο να προσδιοριστούν.
Αν όμως θέσουμε ένα γενικό πλαίσιο, στους ευπαθείς πληθυσμούς αρχικά θα πρέπει να περιλάβουμε τα πολύ μικρά παιδιά και τους ηλικιωμένους. Τα πολύ μικρά παιδιά δεν έχουν ακόμη πλήρως ώριμο το ανοσοποιητικό τους σύστημα, ενώ τα ηλικιωμένα άτομα παρουσιάζουν μια σχετική «αδράνεια» της άμυνάς τους απέναντι στις λοιμώξεις και πολύ συχνά εμφανίζουν χρόνιες ασθένειες που τα καθιστούν επιρρεπή στην εμφάνιση σοβαρών επιπλοκών από τα λοιμώδη νοσήματα. Πράγματι, μετά τα 60-65 έτη ηλικίας, η βαρύτητα τόσο της γρίπης όσο και της πνευμονίας αυξάνονται και αντίστοιχη είναι η αύξηση του αριθμού των σχετικών εισαγωγών στα νοσοκομεία και των θανάτων που μπορούν να προκληθούν εξαιτίας τους.
Ειδικά όσον αφορά τη γρίπη, είναι πολύ σημαντικό να εμβολιάζονται κάθε χρόνο τα άτομα που εμφανίζουν καταστολή της ανοσίας, είτε λόγω ασθένειας (π.χ. λοίμωξη από τον HIV, κληρονομούμενη ανοσοανεπάρκεια κ.ά.) είτε λόγω ειδικής θεραπείας (π.χ. χρόνια λήψη κορτικοστεροειδών, αγωγή για τη διατήρηση μεταμοσχευμένων οργάνων κ.ά.), όσοι πάσχουν από χρόνια σοβαρά νοσήματα της καρδιάς, των πνευμόνων, των νεφρών, του ήπατος και του νευρομυϊκού συστήματος, καθώς και οι ασθενείς με σοβαρή υποθρεψία, δρεπανοκυτταρική αναιμία ή άλλες αιμοσφαιρινοπάθειες, ασπληνία και σακχαρώδη διαβήτη. Σε αυτούς πρέπει να προστεθούν οι έγκυοι, οι λεχωίδες και οι θηλάζουσες, οι άρρενες ομοφυλόφιλοι και βέβαια όσοι διαβιούν σε κλειστές συνθήκες, όπως είναι οι σπουδαστές στρατιωτικών σχολών, το προσωπικό και οι τρόφιμοι ιδρυμάτων και ιδιαίτερα οι εργαζόμενοι σε χώρους παροχής υπηρεσιών υγείας, όπως τα νοσοκομεία. Το εμβόλιο αφορά και όσους βρίσκονται σε στενή επαφή με παιδιά ηλικίας μικρότερης των 6 μηνών και τους επαγγελματίες στο χώρο της ζωικής παραγωγής που έρχονται σε συστηματική επαφή με πουλερικά που ενδέχεται να είναι φορείς της γρίπης.
Ανάλογα κριτήρια για τον προσδιορισμό των ευπαθών ατόμων ισχύουν και για τα αντιπνευμονιοκοκκικά εμβόλια. Εδώ όμως, σύμφωνα με αξιόπιστες βιβλιογραφικές πηγές, θα πρέπει να προστεθούν οι συστηματικοί καπνιστές, καθώς η καπνισματική συνήθεια προκαλεί μεταβολές των πνευμόνων που τους καθιστούν ευπρόσβλητους σε λοιμώξεις του κατώτερου αναπνευστικού συστήματος, ιδίως μάλιστα στην πνευμονία. Η ύπαρξη δύο, διαφορετικών ως προς τη σύσταση, την αποτελεσματικότητα και τη διάρκεια προστασίας, αντιπνευμονιοκοκκικών εμβολίων συχνά δημιουργεί σύγχυση ως προς τον τρόπο της χορήγησής τους. Συνοπτικά, τα άτομα που δεν έχουν εμβολιασθεί κατά το παρελθόν πρέπει αρχικά να λαμβάνουν το νεότερο 13δύναμο συζευγμένο εμβόλιο (PCV13) και μετά παρέλευση ενός έτους να ακολουθεί το παλαιότερο 23δύναμο πολυσακχαριδικό εμβόλιο (PPSV23). Στα άτομα που είναι μεγαλύτερα των 65 ετών και έχει προηγηθεί το PPSV23, χορηγείται το PCV13 μετά την πάροδο ενός έτους.
Ο καταλληλότερος χρόνος της χορήγησης του ετήσιου αντιγριπικού εμβολίου σχετίζεται με το χρόνο έναρξης του ετήσιου επιδημικού κύκλου της νόσου σε κάθε δεδομένη γεωγραφική περιοχή. Στην Ελλάδα, η έναρξη της περιόδου της γρίπης παρατηρείται συνήθως στα μέσα του Δεκεμβρίου ή λίγο αργότερα. Έχοντας υπόψη ότι τα άτομα που θα υποβληθούν σε εμβολιασμό θα αναπτύξουν επαρκή αντισώματα έπειτα από τρεις εβδομάδες και ότι το επιθυμητό είναι να υπάρχει σύμπτωση της περιόδου της μέγιστης προστασίας από το εμβόλιο με εκείνη της κορύφωσης της επιδημίας, ο αντιγριπικός εμβολιασμός είναι προτιμότερο να πραγματοποιείται στα τέλη Οκτωβρίου με αρχές Νοεμβρίου κάθε έτους. Τα αντιπνευμονιοκοκκικά εμβόλια, επειδή προσφέρουν χρονικά μεγαλύτερη προστασία, δεν υπόκεινται σε αντίστοιχους περιορισμούς και, κατά συνέπεια, η έναρξη χορήγησης του σχήματος που αναφέρθηκε μπορεί να δρομολογηθεί οποιαδήποτε χρονική στιγμή κριθεί από τον υπεύθυνο ιατρό ότι είναι καταλληλότερη.
Το αντιγριπικό και τα αντιπνευμονιοκοκκικά εμβόλια είναι από τα πλέον ασφαλή και οι σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειές τους είναι σπάνιες. Κατά συνέπεια, η αποδοχή του εμβολιασμού από τα άτομα υψηλού κινδύνου θα πρέπει να είναι τόσο αυτονόητη όσο αυτονόητη είναι η επιθυμία όλων μας για μια μακρά και, παράλληλα, καλής ποιότητας ζωή.