Σεβ. Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαος – «Η Εκκλησία μπορεί να λειτουργήσει ως μάνα του λαού»

Home NEWS ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ Σεβ. Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαος – «Η Εκκλησία μπορεί να λειτουργήσει ως μάνα του λαού»
sevasmiotatos nikolaos

Δεν είναι πολλές οι ευκαιρίες για να συνομιλήσει κάποιος με έναν άνθρωπο της Εκκλησίας θέτοντας ανοιχτά ερωτήματα για την πολιτική, οικονομική και ηθική κρίση, τους νέους ανθρώπους, τον ρόλο της Εκκλησίας σήμερα, την εκκλησιαστική περιουσία, το σύμφωνο συμβίωσης, τη σχέση επιστήμης – Θεού και στο τέλος να αισθάνεται πως πήρε τις απαντήσεις που ήθελε. Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαος παραχωρεί στο ΔΥΟ μία συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης που θα συζητηθε
Σεβασμιώτατε, πώς μπορεί να «απαντήσει», να καθησυχάσει και να ανακουφίσει η Εκκλησία τον άνθρωπο που πνίγεται μέσα στο οικονομικό αδιέξοδο και το καθημερινό δράμα; Θεωρείτε πως το κάνει ήδη, κι, αν ναι, με ποιο τρόπο;
Θεωρώ ότι η Εκκλησία κάνει πολλά, τα οποία, όμως, είναι… λίγα. Είναι λίγα ως προς τις μεγάλες ανάγκες του κόσμου και λίγα ως προς τις τεράστιες δυνατότητές της. Και δεν εννοώ ότι θα μπορούσε να αυξήσει τα συσσίτια και τις παροχές, διότι δεν είναι εκεί η δύναμή της. Αποστολή της δεν είναι να ταΐζει τους πεινασμένους με υλική τροφή. Αυτό είναι δουλειά του κράτους. Αποστολή της είναι να ξεδιψάει τις ψυχές με πνεύμα και χάρη Θεού, κάνοντάς Τον ζωντανό και αληθινό μέσα στην καθημερινότητα. Είναι να κάνει τον άνθρωπο δεκτικό και χωρητικό του Θεού. Το πρώτο, δηλαδή το κοινωνικό, το κάνει νομίζω πολύ ικανοποιητικά. Στο δεύτερο υπάρχει έλλειμμα. Δίπλα σε έναν άγιο δεν σκέπτεσαι τόσο το στομάχι και την καθημερινότητά σου, αλλά εμπνέεσαι από την έκπληξη της θεϊκής παρουσίας. Αυτή καθησυχάζει και ανακουφίζει αυτόν που πνίγεται, για να χρησιμοποιήσω τις λέξεις σας. Όταν ψέλνουμε «πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού» αυτό θέλουμε να πούμε∙ ότι η ανάγκη του Θεού είναι μεγαλύτερη από την ανάγκη της τροφής. Και αυτό καλείται η Εκκλησία να κάνει, μαζί με την κοινωνική της προσφορά, να ζωντανεύει την πίστη στον Θεό.
 

  • Μπορείτε να γίνετε λίγο πιο συγκεκριμένος; Τι θα μπορούσε, δηλαδή, περισσότερο η Εκκλησία να κάνει;

 
Η Εκκλησία υπάρχει για να παράγει αγίους. Μια Εκκλησία που λειτουργεί σαν εταιρεία ή σαν σωματείο ή σαν επίγειος οργανισμός με καταστατικά, προνόμια και συμφέροντα δεν μας χρειάζεται και τόσο. Έχουμε από αυτά αρκετά. Μια, όμως, Εκκλησία που παίρνει τον άνθρωπο, του φέρνει στην επιφάνεια τις μυστικές δυνάμεις του, τον τεντώνει, τον βγάζει από τη μιζέρια του, τον φωτίζει, τον δυναμώνει, τον ελευθερώνει, τον αγιάζει, τον ενώνει με τον Θεό, αυτή είναι άλλο πράγμα. Όπου υπάρχουν τέτοιες εστίες ζωής, εκεί φαίνεται η διαφορά. Φοβούμαι, όμως, ότι, ενώ αυτό κηρύττουμε, στην πράξη λειτουργούμε περισσότερο ως κοινωνικός οργανισμός ή ακόμη και ως εξάρτημα του καταρρέοντος κρατικού μηχανισμού.
 
Από την άλλη πλευρά, η άσκηση της αγάπης και της ανιδιοτελούς προσφοράς, της αλληλεγγύης και της αυτοθυσίας είναι τόσο χριστιανικές έννοιες, που χωρίς αυτές δεν επιβεβαιώνεται η πίστη στον Θεό. Η αγάπη, όμως, ασκείται όχι για να λύσει τα τυχόν προβλήματα της κοινωνίας, αλλά για να εκφράσει την εκστατική ανάγκη αυτού που την ασκεί και να τον συνδέσει με τον άλλον ως αδελφό του. Συνεπώς, έχει πνευματικό υπόβαθρο και κοινωνικές συνέπειες.
 
Αυτός είναι και ο λόγος που η πολιτεία θα έπρεπε να στηρίζει με κάθε τρόπο την Εκκλησία, ώστε αυτή να αναβαθμίζει την αγάπη και τελικώς να λύνονται και τα κοινωνικά προβλήματα με έναν ποιοτικό, πνευματικό και αποτελεσματικό τρόπο.
 

  • Γίνεται, όμως, πολλή κουβέντα και για την περίφημη εκκλησιαστική περιουσία… Ποια είναι η άποψή σας;

Θα σας πω όχι την άποψή μου, τι νομίζω, αλλά τι γνωρίζω. Η περίφημη εκκλησιαστική περιουσία είναι μυθική όχι κατά το μέγεθός της, αλλά κατά την πραγματική ουσία της. Δυστυχώς, είναι μύθος. Σήμερα, η Εκκλησία κατέχει μόλις το 4% της περιουσίας που κατείχε το 1833. Όλο το υπόλοιπο είτε το έδωσε στον φτωχό λαό είτε της το άρπαξε βίαια το κράτος. Ξέρετε ότι η Φιλοθέη στην Αθήνα ήταν όλη εκκλησιαστική γη που δόθηκε για… ακτήμονες; Το φοβερό είναι ότι από αυτό το ελάχιστο ποσοστό που σήμερα κατέχει η Εκκλησία, το 80% το έχει δεσμευμένο το κράτος, το οποίο, για κάποιον λόγο, ενώ χρησιμοποιεί την Εκκλησία, δεν τη θέλει. Το αποτέλεσμα είναι αυτή η δεσμευμένη περιουσία να μην αξιοποιείται υπέρ του λαού.
Εάν σήμερα η Εκκλησία είχε την ελευθερία της -αυτή είναι η πραγματική της περιουσία-, ούτε στο σημερινό κατάντημα θα φτάναμε, ούτε η κατάσταση θα ήταν αδιέξοδη. Νομίζω ότι το κράτος, αντί να ζητά και την τελευταία σταγόνα της περιουσίας της, πρέπει να της επιστρέψει ό,τι της πήρε και δεν έχει αξιοποιήσει. Και να της δώσει λίγη άνεση να κάνει τη δουλειά της, σταματώντας τον ανόητο και καταστροφικό διασυρμό της. Να δείτε τότε πώς θα τέλειωνε η κρίση. Η Εκκλησία μπορεί να λειτουργήσει ως μάνα του λαού. Και γνωρίζει τι θα πει αγάπη, θυσία, προσφορά, αλληλεγγύη, εθελοντισμός – και σπάνια διδασκαλία διαθέτει και σε ιστορική εμπειρία είναι πλούσια.
Εκείνο που απόλυτα κατανοώ είναι το να απαιτήσουμε η Εκκλησία να επιτελεί με συνέπεια την αποστολή της, να μη σκανδαλίζει, να μην προκαλεί, να μην ασεβεί. Ποιος δεν θα συμφωνούσε με κάτι τέτοιο;
 

  • Η περίφημη ελληνική ψυχή είναι καθημαγμένη και η πολυσυζητημένη ελληνική περηφάνια «κουρελιασμένη». Πώς μπορεί ο καθένας από εμάς, αλλά και ως ο λαός, να δείξει το διαμέτρημα της δύναμής του, να κάνει γνωστά τα όριά του;

 
Νομίζω σας έχω ήδη έμμεσα απαντήσει. Μας χρειάζεται ηρωισμός και επαναστατική αντίληψη. Και, βέβαια, δεν εννοώ να πάρουμε τα ρόπαλα και τους λοστούς και να κυνηγάμε τους ενόχους ή να καταστρέφουμε ό,τι έχει μείνει όρθιο. Αληθινή επανάσταση είναι να αλλάξουμε τρόπο σκέψης και προσέγγισης της ζωής, να μετανοήσουμε για τον λάθος δρόμο μας, να γυρίσουμε στην αλήθεια μας, που τόσο ασεβήσαμε επάνω της, να φρενάρουμε και αμέσως να αλλάξουμε ταχύτητα, παίρνοντας εντελώς διαφορετική κατεύθυνση. Δυστυχώς, χαλάσαμε και ως λαός. Είμαστε συνυπεύθυνοι στο κατάντημά μας.
Η ιστορία, η παράδοση και ο πολιτισμός μας γέννησαν σοφούς, ήρωες και αγίους μέσα σε εποχές ασύλληπτης φτώχειας και γενικευμένης αναστάτωσης. Αντίθετα, η σύγχρονη κοσμική αντίληψη παράγει ανοησίες, μιμητισμό, κόπωση, αδιαφορία, αναρχία, σύγχυση, αδίστακτα συμφέροντα, συμβιβασμούς και αυτοκαταστροφικότητα. Με άλλα λόγια, δύναμή μας δεν είναι η μαγκιά, το νταηλίκι, η εκδικητικότητα, η εγωιστική προκλητικότητα, η ανερμάτιστη έπαρση. Το διαμέτρημα της δύναμής μας είναι η πίστη και η ενότητα. Και τα όριά μας δεν είναι τα όρια των αντοχών μας, πέραν των οποίων αδυνατούμε να λειτουργήσουμε, αλλά τα όρια των δυνατοτήτων μας, πέραν των οποίων μόνον μπορούμε αληθινά να υπάρξουμε. Πρέπει να υπερβούμε τα όριά μας. Δηλαδή, να ξεπεράσουμε και λίγο τους εαυτούς μας. Η υπέρβαση των ορίων , αυτό είναι η πίστη, η δόξα και ο πολιτισμός μας. Και η υπέρβαση των αδυναμιών μας, αυτό είναι η ενότητα. Βλέπετε οι εκπρόσωποί μας στο Κοινοβούλιο, αντί να βρουν έναν τρόπο να συμπληρωθούν αμοιβαίως και να συγκυβερνήσουν, αρνούνται τη συμπόρευση, καταργούν την αριστεία, αποδομούν τελείως την παιδεία. Μπορείτε να καταλάβετε γιατί αρνούνται την ιδέα μιας οικουμενικής κυβέρνησης;
 

  • «Κάθε Έλληνας που δεν παίρνει, ας είναι και μια φορά στη ζωή του, μια γενναία απόφαση, προδίνει τη ράτσα του»… γράφει ο Νίκος Καζαντζάκης στο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Στη συγκεκριμένη οικονομικοκοινωνική και ηθικοπολιτική κρίση των ημερών, ποια θα μπορούσε να είναι αυτή η απόφαση, κατά τη δική σας ερμηνεία;

 
Παρά το γεγονός ότι ο Καζαντζάκης, δυστυχώς, μαζί με αυτούς που κατηγορεί, ξανασταύρωσε και ο ίδιος τον Χριστό, μάλιστα με καρφιά που και μυτερά ήταν και δηλητήριο είχαν, αυτό που λέει είναι πολύ σωστό. Παρά ταύτα, δεν είμαι σίγουρος ότι γνωρίζω τη σωστή απάντηση. Πάντως, νομίζω ότι η απόφαση δεν είναι να γράφεις πύρινα μηνύματα ή να δίνεις συνεντεύξεις σαν αυτήν και να καταδικάζεις τους άλλους, ούτε να ζητάς να τιμωρηθούν οι ένοχοι, ούτε να τα μαζέψεις και να πας στο εξωτερικό. Ούτε να αποτρέψεις την καταστροφή και να ανατρέψεις την κρίση του κόσμου. Αυτό δεν μπορεί να το κάνεις ένας μόνος του. Η απόφαση είναι να αλλάξουμε οι ίδιοι. Θα το πω όπως το νιώθω∙ είναι να ξαναγίνουμε Ρωμιοί. Η αλήθεια είναι ότι επιχειρείται -και μάλλον επιτυχώς διενεργείται- μια αλλαγή, δηλαδή να γίνουμε από Έλληνες Ευρωπαίοι. Αυτό είναι αλλοίωση. Αντίθετα, αν θέλουμε να μείνουμε Έλληνες, πρέπει να επιστρέψουμε στη Ρωμιοσύνη μας. Αυτό είναι καταξίωση. Σημαντικό, επίσης, είναι και να συσπειρωθούμε ενάντια στο σύστημα, όχι στο κράτος. Όλοι μαζί μπορούμε, μόνοι μας όχι.
Συνεπώς, δεν γνωρίζω ποια είναι αυτή η απόφαση, που -ούτως ή άλλως- διαφέρει για τον καθένα μας, είμαι, όμως, βέβαιος ότι για να τιμήσουμε τη ράτσα μας πρέπει οι αποφάσεις μας να έχουν τη σφραγίδα του ηρωισμού, της αρετής και της αριστείας. Αν ένα από τα τρία λείπει, η απόφαση πάσχει.
 

  • Το πρόσφατο νομοσχέδιο περί συμφώνου συμβίωσης ξεσήκωσε θυελλώδεις αντιδράσεις τόσο μέσα όσο κι έξω από τους κόλπους της Εκκλησίας… Πώς τοποθετείστε;

 
Έχω ήδη τοποθετηθεί και δημόσια αρνητικά. Θεωρώ ότι η ψήφιση του παραπάνω νομοσχεδίου, και όπως έγινε και γιατί έγινε, και αποδεικνύει και βαθαίνει την κρίση. Όταν η ανατομία και η φυσιολογία του σώματός μας από παρακαταθήκη και κληρονομιά γίνονται ηδονική επιλογή, τότε είναι επικίνδυνη εκτροπή και καταστροφική δυστυχία. Και όταν ο νόμος, αντί να προφυλάσσει τα άτομα από τα πάθη και τις ορμές τους, τα επιβραβεύει, τότε ο κίνδυνος να διαχυθεί η εκτροπή και να αυξηθεί η δυστυχία ή και να εξελιχθεί σε πανίσχυρο lobby και μόδα είναι ορατός. Την αδυναμία, την εκτροπή, το προσωπικό δράμα, το σεβόμαστε, δεν το θεσμοθετούμε, ούτε το προβάλλουμε.
Δεν σας κάνει, όμως, εντύπωση ότι το θέμα έχει γίνει λάβαρο παγκόσμιας ανανεωτικής πολιτικής; Πώς είναι δυνατόν οι επαγγελματίες της καταστροφής μας, αυτοί που, όπως είπατε προηγουμένως, καταμάτωσαν την ελληνική ψυχή και κουρέλιασαν την ελληνική περηφάνια, τώρα να κόπτονται για τα δήθεν δικαιώματα μιας φτιαχτής ιδιότυπης μειονότητας; Και αντί να ζητούν συγγνώμη που κατατσάκισαν τον λαό σε όλα τα επίπεδα, αυτοί που ποτέ δεν ζήτησαν συγχώρηση και για τίποτα, να ζητούν δημόσια συγγνώμη που καθυστέρησαν να νομιμοποιήσουν την ανομία;
Πολύ φοβούμαι ότι σύντομα θα ακολουθήσουν και άλλα… Η οικογένεια τελείωσε, η ηθική αλλοιώθηκε, η κοινωνία μεταλλάσσεται, η ταυτότητα του ανθρώπου εξαλλάσσεται.
 

  • Οι νέοι άνθρωποι είναι σχεδόν πλήρως αποκομμένοι από την Εκκλησία. Εκτιμώ, δε, ότι πρέπει να είναι μετρημένοι στα δάχτυλα εκείνοι οι νέοι που θεωρούν πως οι απαντήσεις στα θεμελιώδη ζητήματα της ύπαρξης και οι απαντήσεις στα αδιέξοδα μπορεί να βρίσκονται στον Θεό… Γιατί συμβαίνει αυτό; Και με ποιο επιχείρημα-δράσεις θα τους προ(σ)καλούσατε να πλησιάσουν ξανά;

 
Δυστυχώς, η παρατήρησή σας είναι αντικειμενικά ορθή. Μόλις πριν από λίγες ημέρες διάβασα στο διαδίκτυο ότι σε δημοσκόπηση που έγινε στην Ισλανδία το ποσοστό των νέων κάτω των 25 ετών που πιστεύει ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο είναι 0%! Και διερωτώμαι πώς φαντάζονται ότι έγινε ο κόσμος. Και οι απαντήσεις στα θεμελιώδη ζητήματα της ύπαρξης και στα αδιέξοδα, αν δεν βρίσκονται στον Θεό, πού φιλοξενούνται; Τι φοβερό πράγμα να πιστεύεις στην άψυχη τύχη και να αρνείσαι και την ιδέα ακόμη του Θεού! Βέβαια, υπάρχει και κάτι χειρότερο: Το να βάλεις στη θέση του Θεού όχι την τύχη, αλλά τον μικρονοϊκό και αμαρτωλό εαυτό σου. Και εκεί φτάσαμε.
Το γιατί συμβαίνει αυτό δεν μπορώ εγώ να το καταλάβω, γιατί μου φαίνεται τόσο καταστροφικό για τον άνθρωπο, την κοινωνία και τον κόσμο. Να απορρίπτεις ό,τι καλύτερο υπάρχει, ό,τι ωραιότερο. Να το αγνοείς, να το περιφρονείς, να το πολεμάς, ακόμη και να το υβρίζεις. Να προτιμάς να το ανταλλάξεις με ό,τι πιο ανόητο, μικρό, ποταπό. Και αυτό να είναι η μεγάλη και η μοναδική ελπίδα. Και για σένα και για τον κόσμο. Απίστευτο!
Τι θα μπορούσα να προτείνω για μας, τους Έλληνες; Αυτό που είπε ο Χριστός στους Αποστόλους: «Έρχου και ίδε». Δεν υπάρχουν ούτε άλλα επιχειρήματα, ούτε δράσεις. Μια επαφή με κάτι άγιο ή πολύ περισσότερο με έναν εξαγιασμένο αληθινό άνθρωπο του Θεού αρκεί για να βάλει κανείς την καλή υποψία μέσα του και ίσως να πάρει τη γενναία απόφαση να αρχίσει το ταξίδι στον θαυμάσιο κόσμο του Θεού. Αυτό που περιφρονούμε ή και ειρωνευόμαστε, αυτό είναι τελικά η σωτηρία μας.
 

·      Όλο και περισσότεροι επιστήμονες αναζητούν στη θρησκεία απαντήσεις για τα έσχατα μεγάλα ερωτήματα του σύμπαντος. Ως επιστήμων, τι λέτε;

 
Δεν νομίζω ότι συμβαίνει αυτό. Αντίθετα, εγώ βλέπω όλο και περισσότεροι επιστήμονες να αρνούνται τον φιλοσοφικό προβληματισμό και να τον έχουν αντικαταστήσει με την ανόητη πίστη στον επιστημονικοφανή θεό. Σε έναν θεό που ερμηνεύει αυθαίρετα την επιστήμη και ασύνετα περιφρονεί τη θρησκεία. Είναι τραγικό να αντικαθιστάς τον αληθινό Θεό με την εμπαθή και μυωπική μικρόνοιά σου. Και αυτό, δυστυχώς, συμβαίνει. Για μένα «οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού», και όχι μόνον οι ουρανοί, αλλά «πάσα πνοή», τα πάντα.
Επιτρέψτε μου, όμως, να πω το ίδιο πράγμα που προανέφερα, ίσως με άλλες λέξεις: Η θρησκεία δεν είναι απάντηση σε ερωτήματα, αλλά συνάντηση με πρόσωπο, το πρόσωπο του Θεού. Δηλαδή, δεν είναι μια σωστή φιλοσοφία, αλλά είναι οδός ζωής, η οποία, μάλιστα, δεν οδηγεί στα έσχατα του χρόνου ή στα έσχατα ερωτήματα, αλλά στις εσχατιές της ανθρώπινης ύπαρξης. Εκεί βρίσκεται ο Θεός.
Eίναι άνιση η μάχη μεταξύ επιστήμης και θεολογίας. H πρώτη βασίζεται στην αμφιβολία, η δεύτερη στην πίστη. H πρώτη θέτει πάντα το ερώτημα τι υπήρχε πριν, ενώ η δεύτερη σταματάει την κουβέντα με μια τελεία: Πριν υπήρχε ο προαιώνιος Θεός.
H επιστήμη είναι ένα νοητικό κατασκεύασμα που ποτέ δεν πρόκειται να απαντήσει σε όλα τα ερωτήματα για έναν απλό λόγο: Για να περιγράψει κάτι, χρειάζεται πάντα ένα πρωταρχικό σετ αρχών ή αλλιώς αξιωμάτων. Αυτό που απέδειξε ο μεγάλος μαθηματικός Gödel είναι ότι κάθε τέτοιο νοητικό κατασκεύασμα θα έχει πάντα στη βάση του αναπόδεικτα αξιώματα. Δεν υπάρχει περίπτωση, δηλαδή, να φτιαχτεί μια θεωρία που να δίνει απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα που αφορούν τον κόσμο.
Όσο υπάρχουν, λοιπόν, αναπάντητα ερωτήματα, θα υπάρχει και Θεός. Όσο η επιστήμη δεν θα έχει απαντήσεις για το Όλον (και ποτέ δεν πρόκειται να τις έχει), πάντα θα βρίσκεται χώρος για την πίστη. Τότε ποια είναι η διαφορά επιστήμης και θρησκείας, αφού και οι δύο στη βάση τους έχουν αναπόδεικτα αξιώματα; H διαφορά τους ίσως έγκειται στη στόχευση. H επιστήμη είναι αλαζονική: «Θέλουμε να μάθουμε πώς δουλεύει το μυαλό του Θεού». H θρησκεία έχει ένα στοιχείο ταπεινοφροσύνης: «Άγνωσται αι βουλαί του Kυρίου». Κατά έναν τρόπο η θρησκεία είναι η αποδοχή του πεπερασμένου της ανθρώπινης ύπαρξης, ενώ η επιστήμη είναι η απέλπιδα προσπάθεια υπέρβασής της. H επιστήμη είναι αγωνία, η πίστη ανακούφιση αυτής της αγωνίας: Ο Θεός είναι η έσχατη απάντηση σε όλα τα ερωτήματα…]
 
Γενικά, συμφωνώ με την προσέγγιση αυτήν. Θα συνεχίσω, όμως, την προηγούμενη σκέψη μου. Η πίστη είναι και κάτι παραπάνω. Δεν είναι μια μέθοδος να ξεπεράσεις την υπαρξιακή αγωνία αρκετά ασφαλής και σίγουρος. Δεν είναι απάντηση σε ερωτήματα ή παραδοχή δογματικών αληθειών που σε κάνει να νιώθεις καλύτερα και την επιλέγεις, επειδή η επιστήμη σε βασανίζει με την ανεπάρκειά της. Στη δική μας θεολογία και ζωή, η πίστη είναι κοινωνία Θεού. Δηλαδή, επιβεβαίωση της παρουσίας και της αγάπης Του. Αν το ζήσει κανείς αυτό, τότε η επιστήμη ομορφαίνει αφάνταστα και γίνεται ένα διεισδυτικό εργαλείο μελέτης της σοφίας και της δόξας του Θεού. Γι’ αυτό η ταπεινόφρων επιστήμη είναι σαν πύραυλος που σε ταξιδεύει στο αχανές σύμπαν με υπερηχητικές ταχύτητες και σου διευρύνει αφάνταστα τον οπτικό σου ορίζοντα. Βλέπεις και τα μη ορώμενα… Εκεί είναι η ομορφιά.
 

  • Ο σημαντικός Γάλλος λογοτέχνης, ποιητής και δοκιμιογράφος Αντρέ Μπρετόν, ο κυριότερος θεωρητικός του υπερρεαλισμού και ίσως η σημαντικότερη μορφή του και ουσιαστικά η προσωποποίηση του λεγόμενου ορθόδοξου υπερρεαλισμού, είχε πει: «Ο άνθρωπος είναι η απάντηση, όποια κι αν είναι η ερώτηση». Συμφωνείτε;

 
Και ναι και όχι. Ναι, όταν ο άνθρωπος οράται πλασμένος ως «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού». Όταν η προοπτική του είναι αιώνια, όταν ο σκοπός του είναι η κοινωνία και η μέθεξη του Θεού. Αν ο άνθρωπος είναι ένα ζώο κλεισμένο στη φυλακή της υλικότητας, της βιολογικότητας και χρονικότητάς του, που ο θάνατός του σημαίνει επιστροφή στο σκοτάδι της ανυπαρξίας, τότε τι αξία έχει αυτός ο άνθρωπος; Επιτρέψτε μου να πω ότι η απάντηση δεν είναι ο άνθρωπος ως αυτόφωτος. Η απάντηση σε όλα τα ερωτήματα είναι ο Θεός. Ή υπάρχει και του αξίζουν τα πάντα ή δεν υπάρχει και να τελειώνει το παραμύθι. Και υπάρχει… Και όχι μόνον. Είναι υπαρκτός, είναι αληθινός και είναι και μεθεκτός, δηλαδή κοινωνών και κοινωνούμενος. Είναι, όπως λέγει στο βιβλίο της Γενέσεως, ὁ ὬΝ. Αυτός άρχει και εμείς υπ-άρχουμε, δηλαδή αντλούμε την υπόστασή μας από Αυτόν. Όποιος αμφισβητεί την ύπαρξη του Θεού, αρνείται τη δική του.
Προ ημερών είχαμε μια τέτοια συζήτηση πολύ ενδιαφέρουσα με μια παρέα παιδιών. Νομίζω τους άρεσε η όλη επικοινωνία μας. Στο τέλος, όμως, με ρώτησε ένα από αυτά, με πολλή ειλικρίνεια: «Είστε σίγουρος γι’ αυτά; Δείχνετε να τα πιστεύετε. Είναι πράγματι έτσι; It sounds too good to be true».
Ελπίζω, στο τέλος αυτής της συνομιλίας μας, να μην έχετε κι εσείς το ίδιο ερώτημα, όχι, βέβαια, για μένα, αλλά για τον εαυτό σας.
 
WHO IS WHO
 Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1954, όπου και έκανε τις βασικές σπουδές του. Σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Αστροφυσική στο Harvard (Master of Arts) και Μηχανολογία στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ) (Master of Science in Mechanical Engineering).
 Οι διδακτορικές σπουδές του στο HST (κοινό πρόγραμμα Harvard και ΜΙΤ) επικεντρώθηκαν στον τομέα της Βιοϊατρικής Τεχνολογίας (Βιορευστοδυναμική, Μαθηματική Φυσιολογία, Αιμοδυναμική της καρδιάς και των αγγείων). 
 Εργάστηκε ως ερευνητής και επιστημονικός συνεργάτης στο Αγγειολογικό Εργαστήριο του New England Deaconess Hospital, στο Τμήμα Αναισθησιολογίας του Massachusetts General Hospital και στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του Boston Children’s Hospital. Επίσης, διετέλεσε επί διετία επιστημονικός σύμβουλος μεγάλων εταιρειών σε θέματα Διαστημικής Ιατρικής Τεχνολογίας. 
 Παράλληλα με την επιστημονική του έρευνα, σπούδασε τη Θεολογία στη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού της Βοστώνης, όπου έλαβε τους τίτλους Master of Theological Studies και Master of Theology, και στη συνέχεια στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπου ανακηρύχθηκε διδάκτορας στον τομέα της Βιοηθικής. Το 2008 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας του τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. 
 Τον Δεκέμβριο του 1993 ίδρυσε και ανέλαβε τη διεύθυνση του πρώτου στην Ελλάδα Κέντρου Βιοϊατρικής Ηθικής και Δεοντολογίας και έκτοτε συστηματικά ασχολείται με την Ορθόδοξη Βιοηθική και τις κοινωνιολογικές επιπτώσεις της Βιοϊατρικής.
 Είναι μέλος της Εθνικής Επιτροπής Δεοντολογίας του ΕΟΦ και πρόεδρος της Επιτροπής Βιοηθικής της Εκκλησίας της Ελλάδος, για μια πενταετία δε διετέλεσε και μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας και Τεχνολογίας και για δώδεκα χρόνια μέλος του Εθνικού Οργανισμού Μεταμοσχεύσεων. 
 Ως πρόεδρος της Επιτροπής Βιοηθικής της Εκκλησίας της Ελλάδος ανέλαβε την εκπροσώπησή της σε παγκόσμια εκκλησιαστικά, θρησκευτικά και πολιτικά όργανα, όπως στο Συμβούλιο της Ευρώπης, στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, στο Βατικανό και στην Αγγλικανική Εκκλησία, είναι δε ο επικεφαλής της ομάδας σύνταξης και επεξεργασίας των επισήμων βιοηθικών κειμένων της Εκκλησίας της Ελλάδος, σχετικά με τις μεταμοσχεύσεις, την ευθανασία, τις αναπαραγωγικές τεχνικές και τη βιοηθική της άνοιας. 
 Κατά τα τέσσερα χρόνια της εργασίας του στο Νοσοκομείο Παίδων της Βοστώνης, συμμετείχε ενεργά σε συλλογική προσπάθεια συμπαραστάσεως μικρών παιδιών και των οικογενειών τους, πολλές φορές με ασθένειες τελικού σταδίου. Η προσωπική συμμετοχή και ο διάλογος με το πρόβλημα του πόνου και την πρόκληση του θανάτου έγινε αργότερα όρος καθημερινής ζωής της ως κληρικού διακονίας του.
 Αποτέλεσμα αυτής της εμπειρίας του, είναι η ίδρυση μιας πρότυπης Μονάδας Ανακουφιστικής Φροντίδας, που με το όνομα «ΓΑΛΙΛΑΙΑ» λειτουργεί στα Σπάτα Αττικής και σε συνεργασία με το Αντικαρκινικό Νοσοκομείο «Άγ. Σάββας» περιθάλπει σε ολιστική βάση, εντελώς δωρεάν, καρκινοπαθείς της περιοχής των Μεσογείων και της Λαυρεωτικής. 
 Στην παρούσα φάση το πρόγραμμα λειτουργεί στη βάση της Κατ’ Οίκον Φροντίδας και της Ημερήσιας Φροντίδας, προγραμματίζεται, δε, σύντομα και η δημιουργία ξενώνα (hospice) για περίθαλψη βραχείας διαρκείας. Παράλληλα, με δική του πρωτοβουλία, οργανώνεται και η λειτουργία δύο ξενώνων μακράς νοσηλείας για νευρομυϊκούς ασθενείς (δυστροφία Ducénne, Νόσος Κινητικού Νευρώνα κ.λπ.), ένας στην Κύπρο και ένας στα Μεσόγεια, όπως και ένα σύγχρονο Κέντρο Άνοιας στην περιοχή της Παιανίας.
 Στο πλαίσιο της προσφοράς του στον ευρύτερο τομέα της υγείας και των ασθενών, θα πρέπει να αναφερθεί ο πλήρης εξοπλισμός (κλίνες, αναπνευστήρες, αντλίες, monitors) της Μονάδας Ανάνηψης Καρδιοχειρουργημένων Ασθενών του Νοσοκομείου «Ευαγγελισμός» και φυσικά οι χορηγίες σε νοσοκομειακές μονάδες (Αγγειοχειρουργική, Αρεταίειο Νοσοκομείο Αθήνας) και ερευνητικά προγράμματα, η χορήγηση υποτροφιών σε φοιτητές, ειδικευόμενους ιατρούς, ή η οικονομική ενίσχυση κοινωφελών ιδρυμάτων του δημοσίου ή ιδιωτικών φορέων.
 Μοναχός εκάρη στην Ι. Μονή Στομίου Κονίτσης, υπό του μακαριστού Μητροπολίτου Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης Σεβαστιανού, ο οποίος και τον χειροτόνησε διάκονο μεν στις 19 Μαρτίου 1989, πρεσβύτερο δε στις 10 Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους. Αξιοσημείωτη είναι η πνευματική σχέση του με το Άγιον Όρος, όπου και εγκαταβίωσε επί δυόμισι χρόνια. Το 1994 ενεγράφη στην Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας, τον δε Απρίλιο του 2000 εκάρη μεγαλόσχημος μοναχός στο Κάθισμα του Αγ. Ιωάννου Θεολόγου της ως άνω Μονής. Για 14 χρόνια διακόνησε ως ιερομόναχος στο Σιμωνοπετρίτικο Μετόχι της Αναλήψεως, στον Βύρωνα Αττικής. Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής εξελέγη τον Απρίλιο του 2004.